Καθώς το κλίμα της σχετικής απομάκρυνσης του ενδεχόμενου μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ σύντομα, φαίνεται να κυριαρχεί στα υψηλά κλιμάκια του Συμβουλίου, στα κεντρικά γραφεία της Φρανκφούρτης ένα παράδοξο ζήτημα έχει εμφανισθεί στο τραπέζι:
Μπορεί οι κεντρικές τράπεζες να χρειασθούν κεφαλαιακή ενίσχυση;
Κατ’ αρχήν θα πει κανείς οι Κεντρικές Τράπεζες «δίνουν» λεφτά και μετά όταν έρθει ο καιρός και το επιτρέπουν οι συνθήκες τα ξαναπέρνουν πίσω, όπως επιχειρούν π.χ. να κάνουν από το 2023 μέχρι σήμερα.
Τα παίρνουν πίσω από τις χρηματαγορές (με αύξηση επιτοκίων και tapering), τα παίρνουν πίσω από τις τράπεζες (κλείνοντας τα προγράμματα δανεισμού τύπου TLTROs).
Στουρνάρας: Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών δεν επηρεάζεται από τυχόν ζημιές
Τότε γιατί να χρειάζονται …λεφτά;
Η ιστορία αυτή έχει αρχίσει να συζητείται από την στιγμή που πολλές Κεντρικές Τράπεζες σε χαμηλούς τόνους άρχισαν να ανακοινώνουν ζημιές οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις, όπως π.χ. στην περίπτωση της Bundesbank, είναι τόσο μεγάλες που σχεδόν εξαντλούν τα αποθεματικά τους. Και «κινδυνεύουν» να βρεθούν με αρνητικά ίδια κεφάλαια…
Γίνεται αυτό; Και πως προκύπτουν αυτές οι ζημιές;
Η απάντηση είναι απλή. Οι Κεντρικές Τράπεζες κατά βάση και ιδιαίτερα εκείνες με τα περισσότερα ίδια κεφάλαια την περίοδο της νομισματικής χαλάρωσης και ειδικά το 2020 με την πανδημία, μαζί με την ΕΚΤ υποχρεώθηκαν να στηρίξουν τα εθνικά κρατικά ομόλογα παρεμβαίνοντας στις αγορές και αγοράζοντας τεράστιες ποσότητες από αυτά ιδιαίτερα στις υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία, αλλά και στις άλλες Γαλλία, Ισπανία, Βέλγιο, κ.λ.π.
Όταν μάλιστα ξέσπασε και η πανδημία αγόρασαν ακόμα και τα “non investment grade” της Ελλάδας μέσω του νέου έκτακτου προγράμματος αγορών του PEPP.
Υπήρξαν μήνες που το ευρωσύστημα, δηλαδή η ΕΚΤ με τις εθνικές τράπεζες αγόραζαν ότι κυκλοφορούσε στην αγορά… Με αποτέλεσμα να κατέχουν τεράστιες ποσότητες ομολόγων που είχαν εκδοθεί λόγω της στήριξης των κεντρικών τραπεζών, στα χαμηλότερα δυνατά επιτόκια. Έτσι για παράδειγμα η Τράπεζα Ελλάδος και οι άλλες κεντρικές τράπεζες βρέθηκαν να κατέχουν μαζί με τον ESM πάνω από το 80% των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Με το τέλος του PEPP όμως (όπως και του APP), οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να εισπράττουν τις λήξεις αυτών των ομολόγων με τα πολύ χαμηλά επιτόκια. Αλλά την ίδια στιγμή είναι υποχρεωμένες να αποδίδουν υπερ-πολλαπλάσιο τόκο (4%) στις ιδιωτικές τράπεζες για τις overnight καταθέσεις τους… Η ζημιά είναι άμεση και μεγάλη.
Για να μιλάμε για το πρόβλημα, αλλά σε …μακρινά «σπίτια» και όχι στα «δικά» μας, η διαδικασία αυτή έχει αφήσει την πιο πλούσια την προηγούμενη περίοδο Bundesbank με μόλις 0,7 δις ευρώ αποθεματικό, μετά από ζημιές σχεδόν 22 δις ευρώ το 2023.
Αυτό θα συνεχισθεί και φέτος και για όσο θα παραμένουν πάνω από εκείνα των ομολόγων, που έχουν αγοράσει την περίοδο των μηδενικών επιτοκίων με την νομισματική χαλάρωση…
Αυτό είχε και μια άλλη δευτερεύουσα αλλά όχι λιγότερο σημαντική συνέπεια. Μπαίνει τέλος στα μερίσματα για τον κρατικό μέτοχο.
Και αυτό όπως διευκρινίζεται αρμοδίως θα συνεχισθεί και τα επόμενα χρόνια.
Αν κοιτάξει κανείς το ισολογισμό του ελληνικού δημοσίου θα προσέξει ότι μέχρι και το 2019 κάθε χρόνο η ΤτΕ συνεισέφερε ένα πολύ υψηλό ποσό στα έσοδα του ελληνικού δημοσίου και έκλεινε σημαντικές τρύπες στον προϋπολογισμό τα δύσκολα χρόνια. Αλλά αυτό για κάποιες χώρες είναι το λιγότερο. Για την Ελλάδα βέβαια δεν είναι μικρής σημασίας.
Και το ερώτημα που έχει τεθεί, όπως επισημαίνει σχετικό άρθρο της Handelsblatt, είναι το αν θα πρέπει να …ανακεφαλαιοποιηθεί η Buba από το γερμανικό δημόσιο (!).
Όχι δεν συνηθίζεται, ούτε είναι αναγκαίο λένε, από το γερμανικό ΥΠΟΙΚ.
Πράγματι το θέμα «θεσμικά» είχε απαντηθεί πριν από ένα χρόνο και κάτι σε μελέτες που είχαν δημοσιευθεί από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών και στις οποίες ξεκαθαρίζεται ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι τράπεζες που επιδιώκουν την παραγωγή κέρδους αλλά την σταθερότητα του νομισματικού συστήματος Και κατά συνέπεια μπορούν να λειτουργούν για κάποια περίοδο αν χρειασθεί και με αρνητικά κεφάλαια. Για κάποια περίοδο, αλλά όχι για πολύ…
Γιατί πλέον τότε τίθεται θέμα εμπιστοσύνης στο νόμισμα με το οποίο συνδέεται η συγκεκριμένη τράπεζα.
Παρεμπιπτόντως μια συζήτηση που πήγε να ανοίξει για το γιατί δεν χρησιμοποιεί η Bundesbank την πολύ μεγάλη ανατίμηση των αποθεμάτων της σε χρυσό, την «έκοψαν» μαχαίρι οι άνθρωποι της Φρανκφούρτης λέγοντας ότι τα αποθέματα χρυσού είναι «εγγύηση» που εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη του λαού…
Αυτή η απάντηση βέβαια δημιουργεί άλλα ερωτηματικά για το θέμα της νομισματικής εμπιστοσύνης, τις κεντρικές τράπεζες και το Ευρώ, μιας και η σχέση νομισμάτων και χρυσού «υποτίθεται» ότι έχει ακυρωθεί από τις 15 Αυγούστου 1971. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.