Μετά από δεκαετίες που βρισκόταν στο περιθώριο, η πυρηνική ενέργεια «νεκρανασταίνεται» εσχάτως καθώς οι επενδυτές επιστρέφουν προσφέροντας δισ. δολάρια για νέες επενδύσεις.
Πριν 13 χρόνια, στον απόηχο του ατυχήματος της Φουκουσίμα, χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ανάπτυξη νέων πυρηνικών σταθμών ενέργειας και να αποσύρουν μέρος ή το σύνολο των παλαιών. Διεθνώς υπήρξε μεγάλη επιβράδυνση στις επενδύσεις, πράγμα φυσιολογικό λόγω του φόβου που δημιουργήθηκε στην κοινή γνώμη.
Πλέον, όμως, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Το αυξημένο ενεργειακό κόστος σε συνδυασμό με την ανάγκη για πράσινη ενέργεια δίχως εκπομπές CO2 στρέφει την προσοχή σε κάθε πιθανή λύση, ανάμεσά τους και τα πυρηνικά.
Η Ρωσία ελέγχει τη μαχητική ετοιμότητα της μονάδας πυρηνικών πυραύλων Yars
Επίσης, υπάρχει μια ακόμη μεγάλη τάση που ευνοεί την ανάπτυξή τους: Η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι τεράστιες ποσότητες ηλεκτρισμού που απαιτούν τα κέντρα δεδομένων έστρεψαν την προσοχή των γιγάντων της πληροφορικής στην πυρηνική ενέργεια.
Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς οι ψηφιακές υποδομές αυτού του είδους χρειάζονται σταθερή ισχύ βάσης για να λειτουργήσουν και δεν μπορούν να το κάνουν εύκολα με ΑΠΕ.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στις ΗΠΑ είδαμε το τελευταίο χρονικό διάστημα τρεις μεγάλες διαδοχικές συμφωνίες. Η πρώτη προβλέπει την επαναλειτουργία του παλιού πυρηνικού εργοστασίου στο Three Mile Island από το 2028 για να τροφοδοτήσει τα κέντρα της Microsoft. Επίσης, η Google συμφώνησε με την Kairos Power για την ανάπτυξη 6-7 μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων και η Amazon με την Energy Northwest για τέσσερις τέτοιες μονάδες.
Οι εξελίξεις αυτές αναμένεται να τονώσουν την έρευνα και ανάπτυξη στους μικρούς αντιδραστήρες και θα αποτελέσουν παράδειγμα για άλλες χώρες, όπως στην Ευρώπη.
Άλλωστε, ήδη η Κομισιόν και τα κράτη-μέλη εμφανίζονται πιο δεκτικά στη στήριξη της πυρηνικής ενέργειας, πράγμα που φάνηκε στην πρόσφατη σύνοδο των υπουργών Ενέργειας στο Λουξεμβούργο. Αφορμή στάθηκε και η έκθεση Ντράγκι που τάραξε τα νερά ζητώντας περισσότερο ρεαλισμό στο εξής για να προστατευτεί η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.
Βεβαίως, στην περίπτωση της πυρηνικής ενέργειας, πολλά θα εξαρτηθούν και από το κόστος των νέων σταθμών σε σύγκριση με άλλες λύσεις. Πρόσφατη έκθεση της Lazard προσδιόριζε το κόστος παραγωγής των πυρηνικών σε 142-222 δολάρια/MWh για τις ΗΠΑ, έναντι 60-210 δολαρίων για φωτοβολταϊκά πάρκα μαζί με μπαταρία και 27-73 για αιολικά πάρκα. Υπάρχει, δηλαδή, σημαντική διαφορά υπέρ των ΑΠΕ.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το κίνητρο των γιγάντων της πληροφορικής δεν έχει να κάνει τόσο με το κόστος της παραγωγής, αλλά με τη φύση της. Είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάτι παραπάνω για να λαμβάνουν σταθερές ποσότητες και αυτό μαρτυρούν οι νέες συμφωνίες.