Μερικά μόνο χρόνια μετά την λήξη του πλέον αιματοβαμμένου πολέμου που γνώρισε η ανθρωπότητα η Γερμανία όχι μόνο ήταν μια πλούσια χώρα που είχε καταφέρει να ξανασταθεί στα πόδια της αλλά πλέον δεχόταν και οικονομικούς μετανάστες που έψαχναν να βρουν ένα καλύτερο αύριο.
Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα όχι μόνο δεν κατάφερε να κεφαλοποιήσει το γεγονός ότι ήταν στο στρατόπεδο των νικητών αλλά αφού βυθίστηκε στη δίνη ενός εμφυλίου πολέμου βίωσε τη φτώχεια και την ανέχεια.
Η Ελλάδα βρέθηκε σε μειονεκτική θέση έναντι της Γερμανίας που ήταν σα να ήταν εκείνη η νικήτρια και καθόριζε τους κανόνες. Η εξίσωση αυτή βρήκε την απόλυτη εφαρμογή της στην πολύκροτη υπόθεση του Μαξ Μέρτεν.
Ο αδίστακτος ναζί στα μέσα της δεκαετίας του 1950 όντας πολιτικό πρόσωπο πλέον στην Γερμανία επέστρεψε στην Ελλάδα, συνελήφθη, πέρασε από δίκη ως εγκληματίας πολέμου, καταδικάστηκε αλλά αντί να μπει στη φυλακή επέστρεψε στη χώρα του αφού η γερμανική κυβέρνηση είχε απειλήσει την αντίστοιχη ελληνική πως θα διακόψει κάθε βοήθεια ενώ θα απαγόρευε και τη μετανάστευση Ελλήνων εργατών!
Η αιματοβαμμένη δράση του Μαξ Μέρτεν
Ο Μαξ Μέρτεν γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1911. Στη ναζιστική Γερμανία είχε μια ραγδαία ανέλιξη εξαιτίας του σκληρού του χαρακτήρα. Είχε οριστεί από το καθεστώς ως ανώτατος εισαγγελέας και έφερε τον βαθμό του λοχαγού.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Μέρτεν υπηρέτησε στη Σερβία και στην Ελλάδα ως ανώτερος δικαστικός σύμβουλος. Στη χώρα μας ήρθε τον Απρίλιο του 1942, ακριβώς ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή.
Για τα επόμενα δυο χρόνια εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη με βασικότερο από τα καθήκοντά του, την εφαρμογή της διαταγής για τη δίωξη και εξόντωση των εβραίων της Μακεδονίας. Ο χαρακτήρας του Μέρτεν και η αφοσίωσή του στα ναζιστικά ιδεώδη τον έκαναν να δείχνει διαρκώς το πιο σκληρό πρόσωπό του, παρακάμπτοντας πολλές φορές ακόμα και τον ίδιο τον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή των ναζιστικών στρατευμάτων σε Μακεδονία και Αιγαίο.
Ο Μέρτεν δεν άργησε να λάβει το προσωνύμιο «χασάπης της Θεσσαλονίκης» που περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο τα έργα και τις ημέρες του στη χώρα μας. Ο λοχαγός του Γ’ Ράιχ θεωρείτε ο βασικός υπεύθυνος για το γεγονός πως περίπου 50.000 εβραίοι της Θεσσαλονίκης οδηγήθηκαν και οι περισσότεροι από αυτούς εξοντώθηκαν στο κολαστήριο του Άουσβιτς.
Ο Μαξ Μέρτεν πριν τους στείλει στο θάνατο είχε φροντίσει να λεηλατήσει τις περιουσίες τους, υποσχόμενος που θα τους γλιτώσει αν τον πληρώσουν αδρά. Όταν βέβαια έπαιρνε αυτό που ήθελε, τους έβαζε στα τρένα του θανάτου και τους έστελνε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η αξία των όσων κατάφερε και αποκόμισε υπολογίζεται πως ξεπερνούσε το ιλιγγιώδες ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων!
Ο χαμένος θησαυρός και η σύλληψη του «χασάπη»
Όταν το Γ’ ράιχ άρχισε να χάνει στα μέτωπα του πολέμου και να υποχωρεί προς τα γερμανικά εδάφη, ο Μέρτεν έφυγε από την Ελλάδα. Λέγεται πως πήρε μαζί του μόνο ένα μικρό μέρος από το θησαυρό που είχε συγκεντρώσει. Το μεγαλύτερο μέρος το έθαψε κάπου στη βόρεια Ελλάδα. Αυτό σύμφωνα με μια εκδοχή.
Σύμφωνα με μια άλλη, ο Μέρτεν όταν είδε πως το μέτωπο κατέρρεε φόρτωσε σε μερικές δεκάδες καμιόνια, εκατοντάδες χιλιάδες λίρες, περίπου 12 τόνους σε χρυσάφι και τιμαλφή, διαμάντια τεράστιας αξίας ακόμα και αρχαία αντικείμενα. Η πομπή από τα καμιόνια φτάνει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και εκεί φορτώνονται σε ένα γερμανικό υποβρύχιο το οποίο μεταφέρει το θησαυρό στη Σάμο. Εκεί, (σύμφωνα πάντα με τον αστικό μύθο) ο Μέρτεν αγοράζει μια μεγάλη τράτα όπου φορτώνει τα πολύτιμα κιβώτια.
Η τράτα έχει προορισμό τη Φοινικούντα Μεσσηνίας. Στα ανοιχτά (το σημείο υποτίθεται πως ήταν σε απόσταση 300 μέτρων από την ακτή και σε βάθος 97 μέτρων) το υποβρύχιο τορπιλίζει την τράτα η οποία βυθίζεται. Στόχος του Μέρτεν ήταν να επιστρέψει στην Ελλάδα για να πάρει το θησαυρό.
Όσες προσπάθειες κι αν έγιναν τίποτα από τα παραπάνω δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Κανένας θησαυρός δεν βρέθηκε παρά τις προσπάθειες που κατά καιρούς έχουν γίνει (με τελευταία το 2000, απ' όπου και οι φωτογραφίες που παρατίθενται).
Τον Μάιο του 1957, ο «χασάπης» όντας πλέον… υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ως τουρίστας. Σύμφωνα με πολλούς επέστρεψε για να πάρει το θησαυρό του. Αναγνωρίστηκε, ωστόσο, από κάποια θύματά του και έτσι με εντολή του τότε αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τούση, συνελήφθη καθώς εκκρεμούσε εις βάρος του ένταλμα σύλληψης από το 1947 για εγκλήματα πολέμου!
Η δίκη, η σκανδαλώδης απέλαση και ο Καραμανλής
Ο Μαξ Μέρτεν, αμέσως μετά τη σύλληψή του, προφυλακίζεται και σχεδόν αμέσως ξεσπά ένα διπλωματικό θρίλερ ανάμεσα σε Ελλάδα και Γερμανία. Η διπλωματική πίεση που ασκεί η Γερμανία για την απελευθέρωση του Μέρτεν γρήγορα γίνεται οικονομική πίεση καθώς αρχίσουν οι απειλές για κλείσιμο της «κάνουλας» του δανεισμού της Ελλάδας καθώς και μπλόκο στους οικονομικούς μετανάστες.
Η κυβέρνηση Καραμανλή δείχνει να υποχωρεί μπροστά σε αυτή την ασφυκτική πίεση και ψηφίζει νόμο «περί αναστολής διώξεως εγκληματιών πολέμου», με τη δικαιολογία ότι «πρέπει να παραμεριστούν τα εμπόδια δια την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με τη Δυτική Γερμανία»!
Όπως είναι εύκολα κατανοητό ο νόμος αυτός προκαλεί την οργή της αντιπολίτευσης αλλά και της κοινής γνώμης. Αυτή τη φορά η πίεση στην κυβέρνηση Καραμανλή είναι εσωτερική ενώ ήδη το θέμα λαμβάνει διεθνής διαστάσεις με τους Times του Λονδίνου να γράφουν πως: «Η Ελλάδα αμνηστεύει τους σφαγείς της»!
Τελικά η κυβέρνηση υπαναχωρεί. Δεν παίρνει πίσω το νόμο αλλά εξαιρεί τον Μέρτεν από την εφαρμογή του. Έτσι στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 αρχίζει η δίκη στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου της Αθήνας. Στις 5 Μαρτίου εκδίδεται η απόφαση του Στρατοδικείου σύμφωνα με την οποία ο Μέρτεν καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης 25 ετών κατά συγχώνευση.
Η αντίδραση της Γερμανίας ήταν έντονη και οι πιέσεις πλέον γίνονται αφόρητες. Ο Καραμανλής βρίσκεται σε δύσκολη θέση καθώς την ίδια εποχή που σκεφτόταν την απελευθέρωση του Μέρτεν, στις φυλακές βρισκόταν -όντας πολιτικός κρατούμενος- ο Μανώλης Γλέζος και οι συνειρμοί που δημιουργούνταν ήταν τουλάχιστον εύλογοι.
Ο πρωθυπουργός υπόσχεται στους Γερμανούς πως ο Μέρτεν θα απελευθερωθεί με την πρώτη ευκαιρία και μόλις ηρεμήσουν τα πνεύματα. Η στιγμή αυτή δεν άργησε να έρθει καθώς τον Αύγουστο του 1959 με το νόμο 4016, η κυβέρνηση τροποποίησε τη σχετική νομοθεσία, με αποτέλεσμα να «αναστέλλεται αυτοδικαίως πάσα δίωξις γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης. Αντίγραφα των δικογραφιών αποστέλλονται εις τας γερμανικάς αρχάς».
Στις 5 Νοεμβρίου ο Μέρτεν αποφυλακίζεται με την (για τα μάτια του κόσμου) προϋπόθεση να απελαθεί στη Γερμανία προκειμένου να εκτίσει εκεί την ποινή του. Όπως είναι φυσικό τα γερμανικά δικαστήρια δεν βρίσκουν κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο και αθωώνουν τον Μέρτεν από κάθε κατηγορία!
Πολιτικός «σεισμός» στην Αθήνα
Το «ευχαριστώ» του Μαξ Μέρτεν έρχεται τον Σεπτέμβριο του 1960 και προκαλεί πολιτικό σεισμό στην Αθήνα. Τα γερμανικά έντυπα «Ηχώ του Αμβούργου» και «Ντερ Σπίγκελ» δημοσιεύουν αποσπάσματα της κατάθεσής του στις γερμανικές αρχές σύμφωνα με τα οποία «ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Εσωτερικών και εξ απορρήτων του, Δημήτριος (Τάκος) Μακρής, η σύζυγός του Δοξούλα το γένος Λεοντίδη και ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Γεώργιος Θεμελής ήταν έμμισθοι πληροφοριοδότες των γερμανικών αρχών Κατοχής και για τις πολύτιμες πληροφορίες που είχαν δώσει, σχετικά με την Αντίσταση, πήραν ανταμοιβή από τις κατασχεμένες περιουσίες των Εβραίων»!
Η αντίδραση της ελληνικής όσο και της γερμανικής κυβέρνησης είναι άμεση και οι ισχυρισμοί του Μέρτεν διαψεύδονται κατηγορηματικά. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι αρκετό για να σβήσει την πολιτική «φωτιά» που έχει ανάψει. Στις 16 Οκτωβρίου 1960 η συνεδρίαση της βουλής διακόπτεται όταν οι βουλευτές πιάνονται στα χέρια.
Η αντιπολίτευση ζητά από όσους κατηγορούνται να προσφύγουν στα γερμανικά δικαστήρια για να αποδείξουν την αθωότητά τους. Η κυβέρνηση Καραμανλή ψηφίζει νόμο σύμφωνα με τον οποίο επιτρέπεται στον Μέρτεν να έρθει στην Ελλάδα για να καταθέσει όσα γνωρίζει. Όλοι οι εμπλεκόμενοι καταθέτουν μηνύσεις στα ελληνικά δικαστήρια.
Όπως ήταν φυσικό ο Μέρτεν δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα και το 1961 καταδικάστηκε ερήμην σε τετραετή φυλάκιση και χρηματική καταβολή 70.000 δραχμών ως ένοχος συκοφαντικής δυσφήμισης.
Για τον Καραμανλή δεν βρέθηκε το παραμικρό στοιχείο που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του Μέρτεν. Αντίθετα, από ρεπορτάζ δημοσιογράφων προέκυψε πως ο Μακρής ως δικηγόρος στην κατοχική Θεσσαλονίκη είχε πολύ καλές σχέσεις με τους Γερμανούς, η σύζυγός του Δοξούλα ήταν γραμματέας του Μέρτεν και ο Θεμελής διορισμένος Νομάρχης.
Με πληροφορίες από