Με τον όρο μαγεία περιγράφονται οι τελετουργικές ή διανοητικές προσπάθειες για την πραγματοποίηση κάποιας ενέργειας πέραν των φυσικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, με μέσο τη σκέψη, την επίκληση θεοτήτων ή πνευμάτων ή τη χρήση υπερφυσικών δυνάμεων.
Οι άνθρωποι που ασχολούνται με την εφαρμογή τέτοιων διαδικασιών, που σκοπό έχουν να επιβάλουν την ανθρώπινη θέλησή τους στη φύση ή σε άλλους ανθρώπους αποκαλούνται μάγοι/ μάγισσες, αποκρυφιστές κλπ. Η μαγεία συνήθως διακρίνεται σε λευκή και μαύρη, με κριτήριο διαφοροποίησης τα κίνητρα πίσω από την επίκλησή της.
Ιστορία
Η μαγεία είναι γνωστή από την προϊστορία ως προσπάθεια του ανθρώπου να υπερβεί τους περιορισμούς των υλικών του δυνάμεων με σκοπό να χειραγωγήσει την πραγματικότητα μέσω της πνευματικής οδού. Ως πτυχή της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής ανά τους αιώνες εκφράστηκε και συνυφάνθηκε μεταξύ άλλων με τον σαμανισμό, τον μυστικισμό,τον πνευματισμό, τη μαντεία, τον ζωροαστρισμό, τον ερμητισμό, την αστρολογία και την αλχημεία.
Κατά τον Μεσαίωνα, η μαγεία διώχθηκε με την ποινή του θανάτου στον ρωμαιοκαθολικό και στον ισλαμικό κόσμο, ενώ μετά την Μεταρρύθμιση αυτή η πρακτική συνεχίστηκε και στις προτεσταντικές χώρες. Κατά τον Διαφωτισμό η μαγεία απομυθοποιήθηκε χάρη στην επιστήμη και έπαψε να θεωρείται απειλή ή μέθοδος αντιμετώπισης προβλημάτων από τους περισσότερους στις δυτικές κοινωνίες.
Η Κίρκη, γνωστότερη μάγισσα της μυθολογίας, προσφέροντας την κούπα με την οποία ελπίζει να δέσει με μάγια τον Οδυσσέα, όπως τη ζωγράφισε ο Τζον Γουότερχαουζ το 1891.
Τρόπος λειτουργίας
Η μαγεία, τουλάχιστον με τη μορφή του σαμανισμού, εκτιμάται πως ήταν διαδεδομένη σχεδόν παντού σε προϊστορικές εποχές, ως το απλούστερο νοητικό πλαίσιο ερμηνείας, πρόβλεψης και χειραγώγησης του φυσικού κόσμου. Υπό μία άποψη, που την κρίνει εξωτερικά, αποτελεί την προβολή μίας έμφυτης ψυχολογικής ανάγκης για έλεγχο επί του περιβάλλοντος και ικανοποίηση των επιθυμιών, υπό συνθήκες έλλειψης επιστημονικής γνώσης για τη λειτουργία του φυσικού κόσμου.
Η μαγεία προϋποθέτει πίστη σε μία αμφίδρομη συσχέτιση μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και της εσωτερικής σκέψης, ενώ βασίζεται στην «αρχή της συμπάθειας», δηλαδή την αντίληψη ότι το αποτέλεσμα μίας πράξης μοιάζει με την αιτία του και ότι παραμένει μία αιτιακή συσχέτιση ανάμεσα σε υλικά αντικείμενα τα οποία κάποτε εφάπτονταν, ακόμη και αν αυτά απομακρυνθούν μεταξύ τους.
Η αρχή της συμπάθειας επιτρέπει την άσκηση μιμητικών τελετών, οι οποίες περιλαμβάνουν υλικά ή λεκτικά σύμβολα, με στόχο την πρόκληση αλλαγών στα αντικείμενα που αναπαριστώνται από τα σύμβολα αυτά. Η μαγεία είναι ένα μηχανιστικό και αιτιοκρατικό εννοιολογικό πλαίσιο το οποίο ωστόσο δεν περιλαμβάνει χρήση λογικών συνεπαγωγών και εμπειρικής παρατήρησης προκειμένου να ερμηνεύει τον κόσμο, δεν εμπεριέχει κάποιο κριτήριο διαψευσιμότητας των εννοιών του ώστε οι τελευταίες να αυτορρυθμίζονται και να αυτοβελτιώνονται, ενώ στηρίζεται πολύ στην αξιωματικά αποδεκτή αυθεντία της τοπικής κοινωνικής εννοιακής παράδοσης.
Μέσω της μαγείας πολλαπλές διαφορετικές αιτιακές αλυσίδες γεγονότων μπορούν να συνδεθούν αυθαίρετα μεταξύ τους σε εννοιολογικό επίπεδο, ενώ συνήθως για την υποτιθέμενη επιτυχία μίας μαγικής πράξης απαιτείται η ακριβής τήρηση μίας τελετουργικής συνταγής.
Ταυτόχρονα με τη μαγεία εμφανίστηκε και η μαντεία (π.χ. μέσω της αστρολογίας ή της νεκρομαντείας), η οποία επίσης αξιοποιούσε την αρχή της συμπάθειας προκειμένου να προβλέπει μελλοντικές καταστάσεις με βάση εμπειρικές παρατηρήσεις, η αιτιακή συσχέτιση των οποίων με το προβλεπόμενο γεγονός έχει τη ρίζα της σε μία παθητική εκδοχή συμπαθητικής μαγείας.