Στο Pro News Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΥΓΕΙΑ

Κορωνοϊός: Αυτά τα άτομα είναι πιο μολυσματικά σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΠΑ

Τα χαρακτηριστικά μολυσματικότητας του κορωνοϊού ερευνούν συνεχώς οι επισήμονονες.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε σε περιοδικό μια νέα μελέτη με τίτλο «Εκτίμηση επιπέδων μολυσματικότητας της λοίμωξης με κορωνοϊό».

H βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (πρύτανης ΕΚΠΑ).

Ένα κρίσιμο ερώτημα, που έχει προκύψει από την αρχή της πανδημίας COVID-19, είναι τα χαρακτηριστικά μολυσματικότητας του SARS-CoV-2 και συγκεκριμένα: Ποια άτομα είναι πιο μολυσματικά και πότε ακριβώς; Πώς σχετίζεται η σοβαρότητα των συμπτωμάτων με τη μολυσματικότητα; Τι επίπεδα ιικού φορτίου απαιτούνται για τη διασπορά του ιού;

Για να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Christian Drosten, διευθυντή του Charité’s Institute of Virology, ανέλυσε πάνω από 25.000 δείγματα COVID-19 με σκοπό την εκτίμηση τοy «ιικού φορτίου», του συνολικού δηλαδή αριθμού αντιγράφων του SARS-CoV-2 που περιέχονται σε κάθε δείγμα. Το ιικό φορτίο κάθε δείγματος χρησιμοποιήθηκε ως παράμετρος για να προσδιοριστεί η μολυσματικότητα.

Η μελέτη εκτίμησε τη μολυσματικότητα του SARS-CoV-2 σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες και ανάλογα με τα επίπεδα σοβαρότητας της νόσου. Επιπλέον, μελετήθηκε η επίδραση των μεταλλαγμένων στελεχών B.1.1.7.

Το ιικό φορτίο ενός δείγματος εκτιμά την ποσότητα του ιού που υπάρχει στον λάρυγγα ενός ατόμου και, συνεπώς, αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο για την εκτίμηση της μολυσματικότητας του ιού. Επιπλέον, εκτιμήθηκε η ελάχιστη συγκέντρωση του ιικού φορτίου που απαιτείται για την επιτυχή καλλιέργεια του SARS-CoV-2 σε κυτταρικές σειρές (η παραπάνω διαδικασία υποδεικνύει την παρουσία μολυσματικού ιού).

Η μελέτη βασίστηκε σε διαδοχικά δείγματα σε περισσότερα από 4.300 άτομα. Βάσει των παραπάνω, διερευνήθηκε η ύπαρξη πιθανών διαφορών στο ιικό φορτίο σε σχέση με την ηλικία, τη σοβαρότητα της νόσου ή την παρουσία μεταλλαγμένων στελεχών.

Αναφορικά με την ηλικία δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα του ιικού φορτίου μεταξύ ατόμων ηλικίας μεταξύ 20 και 65 ετών, με τη μέση τιμή του φορτίου να ισούται περίπου με 2,5 εκατομμύρια αντίγραφα SARS-CoV-2. Το ιικό φορτίο ήταν χαμηλότερο σε μικρά παιδιά (ηλικίας έως 5 ετών), με τα επίπεδα να ξεκινούν περίπου από 800.000 αντίγραφα και να αυξάνουν ανάλογα με την ηλικία, πλησιάζοντας τα επίπεδα των ενηλίκων σε μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους.

«Παρότι αυτοί οι αριθμοί φαίνονται πολύ διαφορετικοί με την πρώτη ματιά, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα αποτελέσματα του ιικού φορτίου θα πρέπει να εκφράζοντα σε λογαριθμική κλίμακα», δήλωσε ο Drosten. «Οι διαφορές στα ιικά φορτία στα μικρά παιδιά είναι, στην πραγματικότητα, μικρές για να θεωρηθούν ότι έχουν κλινική σημασία».

Κατόπιν σύγκρισης της μέγιστης τιμής στο ιικό φορτίο βρέθηκε ότι τα επίπεδα μολυσματικότητας στα μικρότερα παιδιά (0 έως 5 ετών) ήταν περίπου το 80% της μολυσματικότητας σε ενηλίκους.

Οι τιμές για παιδιά σχολικής ηλικίας και εφήβους βρέθηκε να είναι παρόμοιες με τις τιμές των ενηλίκων. Αυτό υποδεικνύει ότι τα ιικό φορτίο δεν είναι ακριβώς ανάλογο με τη μολυσματικότητα του ιού.

Οι εκτιμήσεις για τη μολυσματικότητα, επίσης, θα πρέπει να διορθωθούν προς τα πάνω λόγω των διαφορετικών μεθόδων δειγματοληψίας που χρησιμοποιούνται στα παιδιά.

Η αρχική υπόθεση της μελέτης ήταν ότι όλες οι ηλικιακές ομάδες έχουν περίπου τα ίδια επίπεδα μολυσματικότητας, υπόθεση που επιβεβαιώθηκε τόσο από αυτή τη μελέτη αλλά και άλλες παρόμοιες.

Μια σύγκριση βάσει συμπτωμάτων επιβεβαίωσε ευρήματα άλλων μελετών ότι ακόμη και ασυμπτωματικά άτομα μπορεί να έχουν πολύ υψηλό ιικό φορτίο. Άτομα που νοσηλεύθηκαν είχαν κατά κανόνα υψηλότερο ιικό φορτίο. Με βάση τις νέες εκτιμήσεις, η μέγιστη συγκέντρωση ιού στον λάρυγγα εμφανίζεται 1 έως 3 ημέρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων.

Στο περίπου 9% των περιστατικών COVID-19 που ελέγχθηκαν βρέθηκε πολύ υψηλό ιικό φορτίο, τάξης μεγέθους 1 δισεκατομμυρίου αντιγράφων ανά δείγμα ή και ακόμα υψηλότερο. Περισσότερα από το ένα τρίτο αυτών των δυνητικά πολύ μολυσματικών ατόμων ήταν ασυμπτωματικά ή παρουσίασαν ήπια συμπτώματα. Αυτό το δεδομένο παρέχει τεκμηρίωση ότι η μειονότητα των ατόμων αποτελεί την «πηγή» του μεγαλύτερου ποσοστού των μεταδόσεων, ανέφερε ο Drosten.

Το γεγονός ότι οι υπερμεταδότες περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό ασυμπτωματικών υπογραμμίζει τη σημασία των προληπτικών μέτρων, όπως η κοινωνική αποστασιοποίηση και η υποχρεωτική χρήση μάσκας, για τον αποτελεσματικό έλεγχο της πανδημίας.

Σε δείγματα του Βρετανικού στελέχους B.1.1.7 , η μέση τιμή ιικού φορτίου ήταν αυξημένη κατά έναν λογάριθμο, ενώ η μολυσματικότητα, εκτιμώμενη με εργαστηριακές μεθόδους, βρέθηκε να είναι αυξημένη κατά 2,6 φορές.

Ακόμη, παρότι οι εργαστηριακές μελέτες ενδέχεται να μην παρέχουν οριστικές απαντήσεις, τεκμηριώνεται επαρκώς ότι το στέλεχος Β.1.1.7 είναι πιο μολυσματικό από άλλα στελέχη.


 
Tags
Back to top button