Στην αρχή του εκκλησιαστικού έτους, το οποίο αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου, όρισε η αγία μας Εκκλησία, την 8η του αυτού μηνός, να εορτάζουμε την μεγάλη θεομητορική εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου. Δεν ορίστηκε τυχαία ο εορτασμός της αυτή την περίοδο, ως πρώτη από όλες τις μεγάλες εορτές του έτους, διότι η υπερφυσική και θαυματουργική γέννηση της Παναγίας μας αποτελεί την απαρχή της υλοποιήσεως του θείου σχεδίου για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Ο πιστός λαός μας, χωρίς να γνωρίζει θεολογία και ορμώμενος από το ορθόδοξο αισθητήριο της βαθειάς του πίστης, αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα αυτού του μεγάλου γεγονότος και γι’ αυτό εορτάζει με κάθε λαμπρότητα τη μεγάλη εορτή. Γιορτάζει τη γέννηση της αγιότερης ανθρώπινης ύπαρξης, της αγνότερης και καθαρότερης γυναίκας, η οποία επιλέχτηκε από τη Θεία Πρόνοια να γίνει η Μητέρα του Θεού και το μέσον της σωτηρίας του κόσμου.
Όπως είναι γνωστό, τα Ιερά Ευαγγέλια δεν αναφέρουν τίποτε για την Γέννηση της Θεοτόκου. Την απουσία βιβλικών πληροφοριών την αναπληρώνει η άγραφη Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας, η οποία αποτελεί, μαζί με την αγία Γραφή, την πηγή της χριστιανικής μας πίστεως. Άλλωστε ας μη λησμονούμε πως δεν υπάρχει ουσιαστικά διάκριση μεταξύ αγίας Γραφής και Ιεράς Παραδόσεως, διότι αμφότερες χαρακτηρίζονται από την ορθόδοξη θεολογία μας ως Ιερά Παράδοση. Αυτή τη διάκριση την κάνουν οι δυτικοί αιρετικοί, οι μεν παπικοί για να υπερτονίσουν την Παράδοση, οι δε Προτεστάντες να υπερτονίσουν την αγία Γραφή, για να στηρίξουν τις πλάνες τους. Τα Ιερά Ευαγγέλια έως ότου συγγραφούν από τους Ιερούς Ευαγγελιστές (60-95 μ. Χ.), υπήρχαν στην πρώτη Εκκλησία ως άγραφη προφορική παράδοση. Άρα καταχρηστικώς κάνουμε τον διαχωρισμό αυτό. Την Γέννηση λοιπόν της Θεοτόκου, τους γονείς της και τα της παιδικής ηλικίας της τα διέσωσε η ευσεβής παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας.
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τη γέννηση της Θεοτόκου αποτελεί το απόκρυφο λεγόμενο «Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου», το οποίο γράφηκε στα μέσα περίπου του 2ου μ. Χ. αιώνα από κάποιον άγνωστο χριστιανό συγγραφέα, ο οποίος χρησιμοποίησε το όνομα του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, για να δώσει κύρος στο σύγγραμμά του. Να διευκρινίσουμε πως στα χρόνια εκείνα, πριν και μετά το Χριστό, είχε αναπτυχθεί ένα είδος θρησκευτικής γραμματείας, η λεγομένη «απόκρυφη γραμματεία», με αγνώστους συγγραφείς, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν επιφανή και σημαίνοντα βιβλικά πρόσωπα, ως δήθεν συγγραφείς των έργων τους. Ιδιαίτερη σημασία έχει η συλλογή των «Απόκρυφων Ευαγγελίων», έργα, κατά κανόνα αγνώστων αιρετικών, μέσω των οποίων διέδιδαν τις δοξασίες τους. Ο χαρακτηρισμός τους «απόκρυφα» δόθηκε από τους ίδιους για να δηλώσουν το δήθεν σπουδαίο περιεχόμενο των «ευαγγελίων» τους, το οποίο προορίζονταν για τους λίγους σοφούς των ομάδων τους και ήταν αποκλεισμένο στους αμύητους.
Το ειρημένο απόκρυφο «Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου», πήρε την ονομασία αυτή ως δήθεν το πρώτο καταγραμμένο «ευαγγέλιο». Όμως αυτό δεν ευσταθεί, διότι όπως είναι αποδειγμένο, έπεται χρονικά των κανονικών Ευαγγελίων. Ξεχωρίζει βεβαίως από τα άλλα «απόκρυφα ευαγγέλια» ως προς τον περιορισμένο αριθμό πλανών του, που σημαίνει ότι ο άγνωστος συγγραφέας δεν ήταν αιρετικός, αλλά μέλος της Εκκλησίας και απλά προσπάθησε να καταγράψει την προφορική παράδοση, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της «απόκρυφης γραμματείας» και το όνομα του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, για να δώσει κύρος στο σύγγραμμά του. Όμως, απ’ ότι φαίνεται, δεν ήταν αρκετά μορφωμένος και για τούτο περιγράφει τα
γεγονότα με πολλή αφέλεια. Παρά ταύτα, διέθετε ζωηρή φαντασία. Οι άγιοι Πατέρες διέκριναν την αγαθή διάθεση του συγγραφέα και δέχτηκαν το έργο του ως ιστορική πηγή για γεγονότα τα οποία στερούνταν άλλων γραπτών πηγών. Άλλωστε το περιεχόμενό του δεν ερχόταν σε αντίθεση με την προφορική παράδοση της Εκκλησίας, και φυσικά με την διδασκαλία της.
Η γέννηση λοιπόν της Θεομήτορος και παιδική της ζωή είναι καταγραμμένη στο «ευαγγέλιο» αυτό. Σύμφωνα μ’ αυτό, οι γονείς της Θεοτόκου ονομάζονταν Ιωακείμ και Άννα, ήταν ευσεβείς Ιουδαίοι και ανήκαν στην κατηγορία εκείνων οι οποίοι έτρεφαν με αδημονία την προσμονή του αναμενόμενου Μεσσία. Ανήκαν στη μικρή μερίδα των ευσεβών Ιουδαίων, στο «υπόλειμμα», οι οποίοι είχαν μείνει πιστοί στο κήρυγμα των προφητών και στην τήρηση του Νόμου. Το ιερό αυτό ανδρόγυνο είχε εκλεγεί, χωρίς να το γνωρίζει από τη Θεία Πρόνοια να γίνει, ο μεν Ιωακείμ ο πάππος, η δε Άννα η μάμμη, κατά σάρκα, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Ο Ιωακείμ καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα, του γιου του Ιακώβ, ήταν γιός του Ελιακείμ και απόγονος του ένδοξου βασιλιά Δαβίδ. Το όνομά του σημαίνει στα εβραϊκά «ο ανυψωθείς από το Θεό». Ιδιώτευε και κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ σε δική του πολυτελή έπαυλη, κοντά στη δεξαμενή Βηθεσδά. Νυμφεύτηκε την Άννα, θυγατέρα του Ματθάν από τη φυλή του Λευί και της Μαρίας από τη φυλή του Ιούδα. Το όνομά της σημαίνει στα εβραϊκά «χάρις, εύνοια». Είχε δύο αδελφές, τη Μαρία, μητέρα της Σαλώμης και την Σοβή, μητέρα της Ελισάβετ, η οποία γέννησε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ανήκαν και οι δύο στη φυλή του Ιούδα, από την οποία, σύμφωνα με τους προφήτες θα προερχόταν ο Μεσσίας. Ανήκαν επίσης αμφότεροι στη μικρή μερίδα των ευσεβών Ιουδαίων, οι οποίοι περίμεναν με αδημονία και πίστη την έλευσή του και εύχονταν να κατάγεται από τη γενιά τους.
Ο Ιωακείμ και η Άννα ζούσαν προσευχόμενοι, νηστεύοντας και κάνοντας έργα φιλανθρωπίας. Είχαν την πεποίθηση ότι ο καιρός της ελεύσεως του ήταν κοντά. Τους στεναχωρούσε όμως αφάνταστα το γεγονός ότι ήταν άκληροι και δεν θα αξιώνονταν να προέλθει από τη γενιά τους ο μεγάλος Αναμενόμενος. Η Άννα ήταν στείρα και προχωρημένης ηλικίας. Η ατεκνία ήταν μεγάλο όνειδος για τους Ιουδαίους, μάλλον κατάρα και αποστροφή της εύνοιας του Θεού προς τους άτεκνους συζύγους. Αυτή την αποστροφή της ιουδαϊκής κοινωνίας βίωνε και το ευσεβές ζεύγος Ιωακείμ και Άννα. Σε κάθε δημόσια εκδήλωση εισέπρατταν την περιφρόνηση. Όμως ποτέ δεν έχασαν την πίστη τους στο Θεό και Τον παρακαλούσαν νυχθημερόν να τους αξιώσει να γίνουν γονείς, παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους.
Οι άτεκνοι θεωρούνταν στιγματισμένοι από το Θεό και τα δώρα τους δεν γινόταν δεκτά από τους ιερείς του Ναού. Σε μια μεγάλη εορτή ο Ιωακείμ μετέβη στο Ναό, για να προσφέρει τα δώρα του στο Θεό, μαζί με πλήθος άλλων Ιουδαίων. Όμως εκεί τον περίμενε μια μεγάλη πίκρα. Ο αρχιερέας Ρουβίμ αρνήθηκε να δεχτεί τις προσφορές του και τον απέπεμψε, λέγοντάς του: «Δεν επιτρέπεται να προσφέρεις πρώτος τα δώρα σου, καθότι σπέρμα οὐκ ἐποίησας ἐν τῷ Ἰσραήλ», επειδή δηλαδή είσαι άτεκνος. Ο δίκαιος άνδρας λυπήθηκε πολύ και απάντησε στον αρχιερέα: «Μόνο εγώ είμαι, ανάμεσα στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ άτεκνος;». Αλλά θυμήθηκε τον πατριάρχη Αβραάμ, ο οποίος ήταν ευσεβής, αλλά και αυτός άτεκνος και ο Θεός τον αξίωσε να αποκτήσει κλήρα, τον Ισαάκ. Αυτή η σκέψη τον παρηγόρησε και του έδωσε την ελπίδα ότι ίσως κάμει ο Θεός έλεος και αποκτήσει και αυτός παιδί.
Γύρισε λυπημένος και προβληματισμένος στο σπίτι του. Χωρίς να τον αντιληφτεί η Άννα, έφυγε στην έρημο, όπου έστησε σκηνή. Εκεί, για σαράντα ημερονύκτια, με νηστεία και αδιάκοπη και θερμή προσευχή, παρακαλούσε το Θεό να μη γυρίσει στο σπίτι του, αν δεν του αποκαλυφτεί και του φανερωθεί η αιτία της ατεκνίας του. Ταυτόχρονα η Άννα θρηνούσε διπλά στο σπίτι τους, την περίεργη και απρόσμενη
εξαφάνιση του αγαπημένου της συζύγου και την ατεκνία της. Έφτασε όμως μια σημαντική εορτή και η υπηρέτριά της Ιουδίθ τις είπε: «Κυρά μου μέχρι πότε θα ταπεινώνεις την ψυχή σου; Να, έφτασε η μεγάλη ημέρα του Κυρίου και δεν επιτρέπεται να πενθείς. Πάρε όμως αυτόν εδώ τον κεφαλόδεσμο, πού μου έδωσε η γυναίκα πού τον έφτιαξε και δεν επιτρέπεται να τον ανοίξω εγώ, μια υπηρέτρια, επειδή έχει σημασία βασιλική». Όμως η Άννα την επέπληξε θυμωμένη και με λυγμούς της είπε: «Φύγε από κοντά μου· αυτό εγώ ποτέ δεν το έκανα και όμως ο Κύριος με ταπείνωσε πάρα πολύ. Μήπως κάποιος πονηρός σου τον έδωσε και ήρθες για να με κάνεις συμμέτοχη στην αμαρτία σου;». Η Ιουδίθ της απάντησε, με θυμό και αυθάδεια: «Τι να σου καταραστώ, αφού ο Κύριος έκλεισε τη μήτρα σου για να μην αφήσεις απογόνους στον Ισραήλ;». Η Άννα περίλυπη, φόρεσε τα νυφικά της ρούχα και κατέβηκε στον κήπο, για περίπατο, μήπως και απαλύνει το διπλό πόνο της. Η ώρα ήταν περί την 9η, στάθηκε κάτω από μια δάφνη και προσευχήθηκε θερμά, με δάκρυα στα μάτια στο Θεό, λέγοντας: «Ο Θεός των πατέρων ημών, ευλόγησε τη δούλη σου, άκουσε τη δέησή μου. Όπως ευλόγησες τη μήτρα της Σάρας και γέννησε τον Ισαάκ, αξίωσε και μένα να γίνω μητέρα». Σηκώνοντας ψηλά τα μάτια είδε στα κλαδιά της δάφνης μια φωλιά γεμάτη νεοσσούς και έβγαλε θρηνητική κραυγή λέγοντας: «Αλίμονο σε μένα, ποιος με γέννησε και ποια μήτρα με κυοφόρησε; Γιατί να είμαι άτεκνη και ως εκ τούτου καταραμένη στα μάτια του Ισραήλ, να με λοιδορούν και να με προσβάλλουν ακόμα και στο ναό σου; Αλίμονο μου, δεν αξιώθηκα να μοιάσω ούτε με τα πουλιά, τα οποία είναι γόνιμα. Δεν εξομοιώθηκα ούτε με τα άγρια θηρία, τα οποία και εκείνα είναι γόνιμα, χάρη σε σένα Κύριε. Δεν εξομοιώθηκα με τα νερά αυτά, αφού και τούτα είναι γόνιμα. Αλίμονο μου, με ποιόν εξομοιώθηκα; Ούτε με τη γη, αφού και αυτή προσφέρει τούς καρπούς στον καιρό της και ευλογεί εσένα, Κύριε»!
Αφού τελείωσε την προσευχή της και εξέθεσε το πικρό παράπονό της στο Θεό, κάθισε στο πεζούλι να αναπαυτεί. Τότε έγινε το μεγάλο θαύμα, της παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου λαμπροφορεμένος και απαστράπτων, λέγοντάς της: «Άννα, ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου. Θα συλλάβεις και θα γεννήσεις· ο καρπός σου θα γίνει γνωστός σ’ όλη την οικουμένη»! Η αγία γυναίκα κατάλαβε ότι οι ικεσίες της εισακούστηκαν στο Θεό, πίστεψε χωρίς δισταγμό στην οπτασία και είπε: «Ζει Κύριος ο Θεός μου· αν γεννήσω, είτε αγόρι είτε κορίτσι, θα το προσφέρω ως δώρο στον Κύριο τον Θεό μου, για να τον λατρεύει και να τον υπηρετεί σ’ όλη τη ζωή του»!
Ο άγγελος όμως πήγε στη έρημο και ανήγγειλε και στον Ιωακείμ το χαρμόσυνο άγγελμα, λέγοντάς του: «Ιωακείμ, άκουσε Κύριος ο Θεός την προσευχή σου. Γύρνα πίσω στο σπίτι σου, γιατί η Άννα, η γυναίκα σου, θα μείνει έγκυος»! Περιχαρής επέστρεψε στην οικία του, όπου τον περίμενε η εν πλήρη αγαλλιάσει η Άννα. Έτρεξε, κρεμάστηκε από τον τράχηλο του και με χαρά του είπε: «Ξέρω τώρα και δεν αμφιβάλω, ότι ο Θεός με ευλόγησε πάρα πολύ. Τώρα πια δεν είναι χήρα, και η άτεκνη και θα μείνω έγκυος»! Ο Ιωακείμ ήταν τότε ογδόντα τριών ετών και η Άννα εβδομήντα. Μετά την σύλληψη το ευσεβές ανδρόγυνο υποσχέθηκε να αφιερώσει το παιδί του στο Θεό, στον οποίο ανήκε, αφού Εκείνος τους το χάρισε. Η περίοδος της εγκυμοσύνης ήταν μια διαρκής ευχαριστήρια ωδή στο Θεό για το μεγάλο δώρο που τους χάρισε, ένας ασίγαστος αίνος προς τον Κύριο, ο Οποίος δύναται να καταλύει τους φυσικούς νόμους.
Όταν συμπληρώθηκαν οι εννέα μήνες, η Άννα γέννησε και με αγωνία ρώτησε τη μαία για το φύλο του βρέφους και εκείνη της απάντησε ότι ήταν κορίτσι. Τότε η Άννα ευχαρίστησε το Θεό, λέγοντας: «Εμεγαλύνθη η ψυχή μου εν τη ημέρα ταύτη». Και έβαλαν τη νεογέννητη στο κρεβατάκι της και της έδωσαν οι γονείς το όνομα
Μαριάμ, το όνομα της γιαγιάς της, της μητέρας της μητέρας της, το οποίο σημαίνει στα εβραϊκά «κυρία» και η οποία έμελλε να γίνει η Κυρία του κόσμου και των αγγέλων.
Αφού η μικρή κόρη έγινε τριών ετών, ο Ιωακείμ και η Άννα θεώρησαν ότι ήρθε ο καιρός να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους στο Θεό. Πήραν τη Μαρία και την πήγαν
στο Ναό της Ιερουσαλήμ να την αφιερώσουν στο Θεό. Πίστευαν οι ευσεβείς Ιουδαίοι ότι ο Ναός των Ιεροσολύμων ήταν ο τόπος της κατοικίας και της παρουσίας του Θεού. Τα Άγια των Αγίων, το θεοσκότεινο και άβατο μέρος του Ναού, παρά μονάχα στον αρχιερέα του έτους και μόνο κατά την ημέρα της εορτής του «Εξιλασμού», θεωρούνταν ο θρόνος του Θεού. Οι ιερείς του Ναού, φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα διέγνωσαν την αγιότητα της κορασίδας και γι’ αυτό δεν την οδήγησαν στην ειδική πτέρυγα των παρακείμενων κτισμάτων, όπου διέμειναν οι αφιερωμένες παρθένες, αλλά την οδήγησαν στα Άγια των Αγίων, για να διαφυλαχτεί η αγνότητά της και η αγιότητά της.
Εκεί έμεινε τρεφόμενη από ουράνια τροφή και υπηρετούμενη από τους αγίους αγγέλους, μέχρι που οι ιερείς την αρραβώνιασαν με τον δίκαιο Ιωσήφ. Εν τω μεταξύ οι γονείς της είχαν κοιμηθεί όταν εκείνη ήταν έντεκα χρονών, ο Ιωακείμ σε ηλικία ενενήντα δύο ετών και η Άννα ογδόντα τριών.
Η εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου, όπως και οι άλλες θεομητορικές εορτές, καθιερώθηκαν και άρχισαν να εορτάζονται από όλες τις Εκκλησίες, μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431) και την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), όταν αποκρυσταλλώθηκε το δόγμα περί του προσώπου της Θεοτόκου. Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες, η εορτή του Γενεσίου της καθιερώθηκε περί τα τέλη του 5ου μ. Χ. αιώνα, με αρχές του 6ου στην Κωνσταντινούπολη και σύντομα διαδόθηκε σε όλη την Εκκλησία. Στη Δύση καθιερώθηκε προς τα τέλη του 7ου αιώνα από Έλληνες μοναχούς, οι οποίοι ήρθαν στην Ιταλία, μετά τους διωγμούς των Αράβων. Ορίστηκε δε να εορτάζεται στις 8 Σεπτεμβρίου.
Σπουδαίοι υμνογράφοι και μουσουργοί συνέθεσαν για την εορτή, σπουδαίους ύμνους, με ύψιστο θεολογικό περιεχόμενο, το οποίο εκφράζει την περί της Θεοτόκου διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όπως ο Γερμανός Α΄ Κωνσταντινουπόλεως, ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ιωσήφ Υμνογράφος, έχουν γράψει κανόνες, κοντάκια, τα οποία ψάλλονται κατά την ημέρα της γιορτής. Πολλή σημαντική είναι και η αγιογραφία της εορτής. Γνωστοί και άγνωστοι αγιογράφοι ιστόρησαν θαυμάσιες εικόνες του Γενεσίου της Θεοτόκου, οι οποίες βρίσκονται σε μεγάλα μοναστικά κέντρα, όπως το Άγιον Όρος και σε ενοριακούς ναούς, πολλές από αυτές θεωρούνται θαυματουργές. Επίσης πλήθος μονών και ναών σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο είναι αφιερωμένες στη σεπτή της Γέννηση.
Όπως προαναφέραμε, ο ευσεβής λαός μας, έχει αυξημένο το αισθητήριο του μυστηρίου της σωτηρίας, το οποίο συντελέστηκε χάρις στην υπέρτατη συμβολή της Παναγίας μας και για τούτο την τιμά όπως ταιριάζει στο πάνσεπτο πρόσωπό της. Αυτή, μετά τον Τριαδικό Θεό, απολαμβάνει ύψιστη τιμητική προσκύνηση και αποτελεί το προσφιλέστερο ανθρώπινο πρόσωπο της ιστορίας. Με το να αξιωθεί να γίνει η μητέρα του σαρκωμένου Θεού μας, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κατέστη και δική μας μητέρα, αφού ο Λυτρωτής μας Χριστός, μας έκαμε αδέλφια του, όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος, επειδή «ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι», «ουκ επαισχύνεται αδελφούς αυτούς καλείν» (Εβρ.2,11 και 17). Η ευσεβής εξιστόρηση του θαυμαστού γεγονότος της Γεννήσεως της Θεοτόκου μας διδάσκει, για πολλοστή φορά, την άμετρη αγάπη του Θεού για μας τους παραστρατημένους στην αμαρτία ανθρώπους και την ασύλληπτη, για τον πεπερασμένο νου μας, υλοποίηση του προαιώνιου σχεδίου της εν Χριστώ
απολύτρωσής μας. Η Παναγία μας είναι, μετά το Χριστό, το κύριο πρόσωπο του απολυτρωτικού έργου. Η συμβολή της υπήρξε καθοριστική, διότι μόνον αυτή υπήρξε το πλέον μοναδικό σκεύος να δεχτεί στα πάναγνα σπλάχνα της το Θεό. Πέραν των θεολογικών διδαγμάτων από την μεγάλη εορτή, μπορούμε να πάρουμε και πολλά και υψηλά ηθικά διδάγματα, για την δική μας πνευματική και ηθική προκοπή. Μπορούμε να διδαχθούμε από την ακράδαντη πίστη των αγίων προπατόρων Ιωακείμ και Άννας, από την άκρα ταπείνωσή τους, από την αδιάσειστη ελπίδα τους στην πρόνοια του Θεού, από την πιστότητα και εκπλήρωση των ευσεβών υποσχέσεών τους στο Θεό. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα δύο αυτά βιβλικά πρόσωπα, κατέχουν ξεχωριστή θέση στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας, αφού τους επικαλούμαστε σε κάθε ικεσία στην εκκλησιαστική μας λατρεία.
Η Γέννηση της Θεομήτορος αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πλέον χαροποιά γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας, αφού αποτελεί την χαραυγή της σωτηρίας του κόσμου. Αυτή την ιερή χαρά εκφράζει κάλλιστα και ο ιερός υμνογράφος, στο θαυμάσιο απολυτίκιο της εορτής: «Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οικουμένῃ, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν, καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον»! Ομοίως αυτή την αισιοδοξία εκφράζει και το θαυμάσιο τροπάριο, του κοντακίου, ποίημα του μεγάλου Ρωμανού του Μελωδού: «Ἡ προσευχὴ ὁμοῦ καὶ στεναγμός, τῆς στειρώσεως καὶ ἀτεκνώσεως Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννης, εὐπρόσδεκτος, καὶ εἰς τὰ ὦτα Κυρίου ἐλήλυθε, καὶ ἐβλάστησαν καρπὸν ζωηφόρον τῷ κόσμῳ· ὁ μὲν γὰρ προσευχὴν ἐν τῷ ὄρει ἐτέλει, ἡ δὲ ἐν παραδείσῳ ὄνειδος φέρει· ἀλλὰ μετὰ χαράς, ἡ στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Είθε, η ανεκλάλητη και ανέκφραστη αυτή χαρά να είναι μόνιμη κατάσταση στην ψυχή μας και η χάρη της Θεοτόκου να μας σκεπάζει κάθε στιγμή της ζωής μας, θωρακίζοντάς μας από κάθε κακό, «ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι» (Α΄Τιμ.2,2).