Μια πολύ περίεργη δίκη εξελισσόταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου του Μπορντώ στη Γαλλία, τον Ιούνιο του 1920 και η οποία είχε προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης εκείνης της εποχής.
Η απόφαση του δικαστηρίου περί της τύχης των κατηγορουμένων δεν είχε εκδοθεί ακόμα, αλλά τα γεγονότα που είχαν αποκαλυφθεί μέχρι εκείνο το σημείο της διαδικασίας έδιναν την εντύπωση ότι η όλη υπόθεση είχε μάλλον εξελιχθεί κατά τον Μεσαίωνα παρά στον 20ο αιώνα.Εκείνο το οποίο χαρακτήριζε τη συγκεκριμένη δίκη ήταν η υπερβολική θρησκοληψία της ηρωίδας και ο άκρατος μυστικισμός. Στο εδώλιο των κατηγορουμένων κάθονταν ένας χρηματομεσίτης, ένας μαέστρος, ένας αστυνόμος, ένας ασφαλιστικός πράκτορας και μια γυναίκα. Όλοι τους είχαν καταγγελθεί από έναν Σύρο αρχιμανδρίτη.Ο ιερέας, κατά την αρχική εξέταση, δεν είχε να πει και πολλά πράγματα. Ανέφερε απλά ότι ένα βράδυ τον εγκλώβισαν οι τέσσερις κατηγορούμενοι σε κάποιον απόκεντρο δρόμο και τον ξυλοκόπησαν άγρια, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί για αρκετές εβδομάδες, μέχρι την πλήρη ανάρρωσή του από τις κακώσεις που υπέστη. Ως ηθικό αυτουργό της επίθεσης εναντίον του υπέδειξε την γυναίκα.Από την πρώτη στιγμή είχε φανεί παράδοξο το γεγονός ότι δεν εξηγούνταν οι λόγοι για τους οποίους οι κατηγορούμενοι, όλοι τους άνθρωποι καλής κοινωνικής τάξεως και απολύτως φιλήσυχοι, είχαν προβεί σε αυτή την επίθεση. Το μυστήριο αυτό δεν ήθελε να διαφωτίσει ούτε ο μηνυτής, παρά τις επίμονες ερωτήσεις του ανακριτή.Έτσι, η υπόθεση χαρακτηρίστηκε αρχικά ως μια απλή βιαιοπραγία, για την οποία οι κατηγορούμενοι θα έδιναν λόγο ενώπιον της Δικαιοσύνης. Το πέπλο όμως του μυστηρίου ανέσυρε η κατηγορουμένη κατά την απολογία της, η οποία υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα και είχε δημοσιευθεί σε διάφορα γαλλικά και ξένα φύλλα, για το περίεργο της υπόθεσης.Η γυναίκα ανέφερε ότι λίγους μήνες νωρίτερα είχε αγοράσει μια εικόνα της Παναγίας. Την επόμενη ημέρα συνέβη ένα σοβαρό ατύχημα στο σπίτι της, λόγω του οποίου είχε καταπέσει από τη λύπη της σχεδόν σε κατάσταση λιποθυμίας. Όταν συνήλθε, παρατήρησε έκπληκτη ότι τα μάτια της Παναγίας ήταν υγρά, σαν να έρρεαν δάκρυα από την εικόνα. Η ίδια διαβεβαίωνε ότι τα εκκρινόμενα δάκρυα ανέδιδαν ένα χαρακτηριστικό άρωμα, το οποίο ποτέ άλλοτε δεν είχε αισθανθεί.Βαθύτατα συγκινημένη, ανέφερε το γεγονός στις εκκλησιαστικές αρχές, οι οποίες αρχικά έδειξαν δυσπιστία. Πάντως, προκειμένου να εξακριβώσουν την αλήθεια, παρέλαβαν την εικόνα, την οποία έστειλαν σ’ ένα μοναστήρι Φραγκισκανών, όπου θα ετίθετο υπό ειδική επιτήρηση.Αρκετό καιρό μετά, δεν είχε ακουστεί τίποτα περί νέου θαύματος της εικόνας. Η γυναίκα είχε σχηματίσει την πεποίθηση ότι για ανεξήγητους λόγους η Παναγία εμφανιζόταν μόνο σ’ αυτήν, ως εκλεκτή Της. Σύμφωνα με την πεποίθησή της αυτή, αγόρασε μια άλλη εικόνα της Παναγίας με την ακράδαντη βεβαιότητα ότι το θαύμα θα επαναλαμβανόταν και πάλι.Από αυτό το σημείο αρχίζει το καταπληκτικότερο μέρος της υπόθεσης. Η κατηγορουμένη διαβεβαίωνε ότι το θαύμα όντως επαναλήφθηκε και ότι προκειμένου αυτό να διαπιστωθεί, κάλεσε στο σπίτι της τον μηνυτή και γείτονά της, τον Αρχιμανδρίτη, στον οποίο και ανέφερε τα γεγονότα. Εκείνος ζήτησε και πήρε στο σπίτι του την εικόνα, για να εξετάσει το ζήτημα.Ήδη, το πέπλο του μυστηρίου γινόταν σκοτεινότερο. Η κατηγορουμένη ισχυριζόταν ότι μετά από δυο-τρεις νύχτες και ενώ ο ιερέας δεν της είχε ανακοινώσει τίποτα νεότερο, είδε στον ύπνο της την Παναγία, η οποία τη διέταξε να πάρει πίσω την εικόνα Της από τον κληρικό. Πράγματι και έπειτα από επίμονες αιτήσεις της, ο ιερέας επέστρεψε ο ίδιος την εικόνα της Παναγίας στο σπίτι της γυναίκας και έφυγε.Από εκείνη την ημέρα, η γυναίκα άρχισε να βασανίζεται από τρομερές οπτασίες, στις οποίες εμφανιζόταν μπροστά της η μορφή του ιερέα να την κοιτάζει κατάματα, με βλέμμα έντονα προσηλωμένο και εξεταστικό, μέχρι του σημείου να κατατρομοκρατείται.Η γυναίκα άρχιζε σταδιακά να πιστεύει με βεβαιότητα ότι ο συγκεκριμένος κληρικός ήταν η προσωποποίηση του Σατανά. Την πεποίθησή της αυτή είχε ενισχύσει και ένα πραγματικά περίεργο γεγονός. Την τελευταία φορά που την επισκέφτηκε ο ιερέας, φεύγοντας από το σπίτι της, της έδωσε ένα φιλί αποχαιρετισμού στο μέτωπο. Την επόμενη ημέρα, στο σημείο που την είχε φιλήσει, εμφανίστηκε μια μικρή κυκλική πληγή, η οποία την ταλαιπώρησε για ημέρες.Εκτός αυτού, η ίδια είχε αντιληφθεί ότι διάφοροι ύποπτοι άνθρωποι, συνδεδεμένοι με τον Διάβολο, ήθελαν να την σκοτώσουν, αλλά μόλις την πλησίαζαν, για να εκτελέσουν τα εγκληματικά σχέδιά τους, έπεφταν κεραυνόπληκτοι εντελώς ανεξήγητα.Όλα αυτά τα επεισόδια την είχαν πείσει ότι καταδιωκόταν από τον Διάβολο, μόνο και μόνο επειδή ήταν η εκλεκτή της Παναγίας, από την οποία όμως προστατευόταν. Την υπόθεση την έκανε γνωστή στους υπόλοιπους κατηγορούμενους, τους οποίους γνώριζε και όλοι μαζί συμφώνησαν ότι ο Αρχιμανδρίτης ήταν όργανο του Σατανά. Έτσι, μόλις τον συνάντησαν στον δρόμο του επιτέθηκαν και τον κακοποίησαν.Η έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου επί της παράξενης αυτής υπόθεσης αναμενόταν με ενδιαφέρον από την κοινή γνώμη.Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, στις 09/06/1920…