Στις 21 Οκτωβρίου 1949, ο συγγραφέας Τζορτζ Όργουελ έλαβε μια μυστηριώδη επιστολή από έναν παλιό γυμνασιακό καθηγητή του. Ο Όργουελ είχε μόλις δημοσιεύσει ένα αριστουργηματικό βιβλίο που ονόμαζε «1984» και λάμβανε συνεχώς συγχαρητήριες επιστολές, την ίδια ώρα που οι κριτικές ήταν διθυραμβικές σε κάθε γωνιά του αγγλόφωνου κόσμου.
Όσο για τον καθηγητή της γαλλικής, δεν ήταν άλλος από τον Άλντους Χάξλεϊ, τον οποίο είχαν φέρει οι ευτυχείς περιστάσεις για ένα μικρό διάστημα στο Ίτον, όπου και γνώρισε ως μαθητή τον Όργουελ. Κατόπιν βέβαια ο Χάξλεϊ θα έγραφε τον «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο» (1931), τον άλλο σταθμό στη δυστοπική μυθιστορία του 20ού αιώνα!
Ο δάσκαλος διάβασε το βιβλίο του μαθητή του και θέλησε να μοιραστεί μια σειρά από ειλικρινείς σκέψεις. Περιττό να τονιστεί ότι μιλάμε για δυο πονήματα-ορόσημα στη λογοτεχνία του φανταστικού, κάθε επεισόδιο έχει λοιπόν τη δική του σημασία του και αποτελεί εξάλλου Ιστορία.
Ο Χάξλεϊ ξεκινά χαλαρά την επιστολή του ευχαριστώντας τον Όργουελ για το αντίτυπο του «1984» που του έστειλε ο εκδοτικός του οίκος. Κατόπιν απολογείται που άργησε τόσο να το διαβάσει, καθώς δούλευε λέει πάνω σε ένα νέο πόνημα που του έτρωγε όλο τον χρόνο, την ίδια ώρα που η κακή του όραση δεν του επέτρεπε πια πολύωρες μελέτες.
Στη συνέχεια εγκωμιάζει το «1984» χαρακτηρίζοντάς το «αληθινά σημαντικό» και λέει πως συμφωνεί με τόσους και τόσους κριτικούς λογοτεχνίας που το έχουν πολυπαινέψει. Συνεχίζοντας στο ίδιο μοτίβο, μιλά για το μεγάλο διακύβευμα του βιβλίου, την απόλυτη επανάσταση, «αυτή που κείται στο περιθώριο πολιτικής και οικονομίας και στοχεύει στην απόλυτη υποταγή της ψυχολογίας και φυσιολογίας του υποκειμένου», αναλύοντας τον επαναστατικό λόγο του Μαρκήσιου ντε Σαντ.
Υπό αυτή την έννοια, «η φιλοσοφία της κυβερνώσας μειονότητας στο ‘‘1984’’ είναι ένας σαδισμός που έχει τραβηχτεί μέχρι τη λογική του κατάληξη, πηγαίνοντας πέρα από το σεξ και αρνούμενο το σεξ». Μέχρι εδώ όλα καλά, δεν είναι παρά η ανάλυση ενός μεγάλου πνεύματος για ένα εξίσου μεγάλο σύγγραμμα.
Και τότε ο Χάξλεϊ αλλάζει ρότα και αρχίζει να κριτικάρει το βιβλίο, λέγοντας: «Αν θα μπορούσε να συνεχιστεί στην πραγματικότητα αυτή η πολιτική της μπότας-στο-πρόσωπο επ’ άπειρο, αυτό φαίνεται αμφίβολο. Η δική μου πεποίθηση είναι ότι η κυβερνώσα ολιγαρχία θα βρει λιγότερο επίπονους και πολυδάπανους τρόπους διακυβέρνησης και ικανοποίησης της δίψας της για εξουσία, και αυτοί οι τρόποι θα μοιάζουν με αυτούς που έχω περιγράψει στον ‘‘Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο’’»!
Κι αυτό γιατί στο Παγκόσμιο Κράτος του «Γενναίου Καινούριου Κόσμου» (έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και με αυτή την εκδοχή τίτλου) η ελίτ των Μεγάλων Διαχειριστών παγιδεύει τις μάζες στην απόλυτη υποταγή μέσω ελεύθερου και αχαλίνωτου σεξ («οι πάντες ανήκουν στους πάντες») αλλά και ενός διεγερτικού ναρκωτικού που ο Χάξλεϊ ονόμασε «σόμα» και προκαλεί στον γενικό πληθυσμό αισθήματα ηδονικής ευφορίας. Από την άλλη, η Ωκεανία του οργουελικού «1984» κρατά τις μάζες τιθασευμένες υπό το ολοκληρωτικό καθεστώς του συνεχούς φόβου, τον οποίο συντηρούν βασανιστικά τόσο ο ατέλειωτος πόλεμος όσο και η πανταχού παρούσα κρατική επιτήρηση του Μεγάλου Αδερφού. Ο Χάξλεϊ επιχειρηματολογεί ότι η δική του δυστοπία είναι πιο διακριτική και λιγότερο παρεμβατική, άρα και πιο πιθανό να επικρατήσει τελικά.
Ο Άλντους Χάξλεϊ εξηγεί ότι έχοντας ερευνήσει τεχνικές ύπνωσης αλλά τον λεγόμενο «ζωικό μαγνητισμό», τεχνικές που αμφότερες είχαν περάσει στα ψιλά επιστήμης και υλισμού στον 19ο αιώνα, αλλά και «την ψυχολογία του πρακτικού ανθρώπου» -όπως λέει στην επιστολή του-, είναι πια πεπεισμένος ότι ο υπνωτισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ευρέως για την απόλυτη ολοκληρωτική επανάσταση, την καθυπόταξη του πληθυσμού σε μια κατάσταση χαύνωσης κοντολογίς.
«Μέσα στην επόμενη γενιά πιστεύω ότι οι ηγέτες του κόσμου θα ανακαλύψουν ότι ο χειρισμός των βρεφών και η ναρκω-ύπνωση είναι πιο αποδοτικά ως εργαλεία διακυβέρνησης από τα γκλομπ και τις φυλακές και ότι η δίψα για εξουσία μπορεί να ικανοποιηθεί εξίσου καλά κάνοντας τους ανθρώπους να αγαπήσουν τη σκλαβιά παρά μαστιγώνοντας και κλοτσώντας τους στην υποταγή».
«Με άλλα λόγια», καταλήγει ο κορυφαίος δυστοπικός οραματιστής, «νιώθω ότι ο εφιάλτης του ‘‘1984’’ προορίζεται να αφομοιωθεί στον εφιάλτη ενός κόσμου που ομοιάζει περισσότερο με αυτό που οραματίστηκα στον ‘‘Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο’’. Η αλλαγή θα έρθει ως αποτέλεσμα μιας αδήριτης ανάγκης για αυξημένη αποτελεσματικότητα. Εντωμεταξύ, θα μπορούσε φυσικά να συμβεί ένας βιολογικός ή ατομικός πόλεμος μεγάλης κλίμακας και στην περίπτωση αυτή θα έχουμε άλλου τύπου εφιάλτες που δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί».
Βέβαια, παρά τη φαινομενική και εκ διαμέτρου αντίθετη διαφοροποίησή τους, τόσο το σύμπαν του Χάξλεϊ όσο και η δυστοπία του Όργουελ παραμένουν δυο διαφορετικές όψεις μιας ολοκληρωτικής καταπίεσης. Προς τα πού θα κινηθεί η ανθρωπότητα και αν θα θριαμβεύσει τελικά η διαβόητη νέα παγκόσμια τάξη, αυτό μένει να φανεί.
Ακούστε τον Χάξλεϊ να απαγγέλει ένα τμήμα του «Θαυμαστού Καινούριου Κόσμου» (ήταν τον Ιανουάριο του 1956 όταν ο σπουδαίος συγγραφέας του φανταστικού εγκαινίασε το ραδιοφωνικό πρόγραμμα «Workshop» του CBS απαγγέλλοντας στις δύο πρώτες εκπομπές του εκτενή δραματοποιημένα αποσπάσματα του μνημειώδους βιβλίου του) και βρείτε παρακάτω ολόκληρη την επιστολή που έστειλε στον Όργουελ το 1949, η οποία φιλοξενείται στον τόμο με την επιστολογραφία του Χάξλεϊ που κυκλοφόρησε το 1969 (Letters of Aldous Huxley).
Η περιβόητη επιστολή:
Wrightwood. Cal. / 21 October, 1949
Dear Mr. Orwell,
It was very kind of you to tell your publishers to send me a copy of your book. It arrived as I was in the midst of a piece of work that required much reading and consulting of references; and since poor sight makes it necessary for me to ration my reading, I had to wait a long time before being able to embark on Nineteen Eighty-Four.
Agreeing with all that the critics have written of it, I need not tell you, yet once more, how fine and how profoundly important the book is. May I speak instead of the thing with which the book deals — the ultimate revolution? The first hints of a philosophy of the ultimate revolution — the revolution which lies beyond politics and economics, and which aims at total subversion of the individual’s psychology and physiology — are to be found in the Marquis de Sade, who regarded himself as the continuator, the consummator, of Robespierre and Babeuf. The philosophy of the ruling minority in Nineteen Eighty-Four is a sadism which has been carried to its logical conclusion by going beyond sex and denying it. Whether in actual fact the policy of the boot-on-the-face can go on indefinitely seems doubtful. My own belief is that the ruling oligarchy will find less arduous and wasteful ways of governing and of satisfying its lust for power, and these ways will resemble those which I described in Brave New World. I have had occasion recently to look into the history of animal magnetism and hypnotism, and have been greatly struck by the way in which, for a hundred and fifty years, the world has refused to take serious cognizance of the discoveries of Mesmer, Braid, Esdaile, and the rest.
Partly because of the prevailing materialism and partly because of prevailing respectability, nineteenth-century philosophers and men of science were not willing to investigate the odder facts of psychology for practical men, such as politicians, soldiers and policemen, to apply in the field of government. Thanks to the voluntary ignorance of our fathers, the advent of the ultimate revolution was delayed for five or six generations. Another lucky accident was Freud’s inability to hypnotize successfully and his consequent disparagement of hypnotism. This delayed the general application of hypnotism to psychiatry for at least forty years. But now psycho-analysis is being combined with hypnosis; and hypnosis has been made easy and indefinitely extensible through the use of barbiturates, which induce a hypnoid and suggestible state in even the most recalcitrant subjects.
Within the next generation I believe that the world’s rulers will discover that infant conditioning and narco-hypnosis are more efficient, as instruments of government, than clubs and prisons, and that the lust for power can be just as completely satisfied by suggesting people into loving their servitude as by flogging and kicking them into obedience. In other words, I feel that the nightmare of Nineteen Eighty-Four is destined to modulate into the nightmare of a world having more resemblance to that which I imagined in Brave New World. The change will be brought about as a result of a felt need for increased efficiency. Meanwhile, of course, there may be a large scale biological and atomic war — in which case we shall have nightmares of other and scarcely imaginable kinds.
Thank you once again for the book.
Yours sincerely,
Aldous Huxley