Στο Pro News Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΙΣΤΟΡΙΑ

Η μάχη των φλογοβόλων: Η μονομαχία που έμεινε χαραγμένη στην ιστορία (φώτο)

Στα 17 χρόνια του ο πεζοναύτης Ραλφ Χάιτ δεν είχε ιδέα για ποιον λόγο τον έστειλαν να πολεμήσει σε μια ασήμαντη ηφαιστειακή πέτρα στη μέση του Ειρηνικού.

Λίγο καιρό πριν ο νεαρός είχε βιώσει στο πετσί του τι εστί Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη μάχη του Γκουάμ. Γυαλίζοντας το όπλο για τη δεύτερη αποστολή του είχε την εντύπωση ότι τα δύσκολα ήταν πίσω. Ότι τα είχε ήδη δει όλα.

Ποιος να του το ‘λεγε ότι δεν είχε περάσει καν την προσαρμογή. Αυτό που ξεκίνησε να εκτυλίσσεται την ώρα της απόβασής του στο Ίβο Τζίμα αποδείχτηκε ότι ξεπερνούσε και τη πιο νοσηρή φαντασία του.

Σχεδόν ένα μήνα αργότερα ο μέχρι πρότινος ξένοιαστος αθλητής μπέιζμπολ στο Γυμνάσιο του Όρεγκον ήταν σε θέση να περιγράψει τι σημαίνει κόλαση επί Γης.

Αυτή η «ήσυχη πολεμική εκστρατεία», την οποία η ηγεσία Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ προσδοκούσε να ολοκληρώσει σε πέντε ημέρες έμεινε στην Ιστορία ως μία από τις πιο φριχτές μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Πάνω από 90.000 μαχητές σε μια έκταση μόλις 21 τρ. χλμ. σφάζονταν με μανία επί 35 ημέρες. Κάθε σπιθαμή του εδάφους της νήσου αποτελούσε πολεμική ζώνη, εντεταγμένη είτε στο βεληνεκές των πυρών της γιαπωνέζικης δύναμης, είτε της αμερικανικής. Είτε –στο μεγαλύτερο μέρος της έκτασης- και των δύο μαζί.

Ο πόλεμος είχε τελειώσει στην Ευρώπη με τη συνθηκολόγηση των Γερμανών, στον Ειρηνικό όμως η Ιαπωνία θα συνέχισε μέχρι τελικής πτώσης. Η παράδοση ήταν ολότελα κόντρα στις αρχές και την κουλτούρα της χώρας, ουσιαστικά δεν υφίστατο καν ως επιλογή, μολονότι η πλάστιγγα είχε γείρει ανεπιστρεπτί υπέρ των Αμερικανών.

Η μάχη ήταν άνιση, αλλά οι Ιάπωνες είχαν απευθύνει στους αντιπάλους τους το δικό τους «Μολών Λαβέ». Ένα αντίστοιχο είχε διαμηνύσει στην πολεμική ηγεσία των ΗΠΑ ο στρατηγός Τανταμίτσι Κουριμπαγιάσι και οι 21.000 άνδρες του, οι εντεταλμένοι φρουροί του Ίβο Τζίμα.

Επρόκειτο για ένα ακατοίκητο, ηφαιστειογενές νησί, 1.200 χλμ. νότια του Τόκιο. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Αυτοκρατορική Ιαπωνία το θεωρούσαν μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Για τους αμυνόμενους η νήσος χρησίμευε όχι μόνο ως προκεχωρημένη αεροπορική βάση, αλλά και ως ένας σταθμός ραντάρ ικανός να παράσχει έγκαιρη προειδοποίηση για την προσέγγιση αμερικανικών βαρέων βομβαρδιστικών.

Τους έδινε τη δυνατότητα να στέλνουν στον αέρα σκάφη αναχαίτισης τη στιγμή που τα Β-29 έφταναν πάνω από την Ιαπωνία.

Αλλά και οι δυνάμεις καταστολής που εδράζονταν στο Νησί –τα αντιαεροπορικά όπλα και τα μαχητικά αεροσκάφη- έκαναν δύσκολη τη ζωή της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, καθώς ο πόλεμος είχε πλέον μεταφερθεί σε γιαπωνέζικο έδαφος. Ο τελικός στόχος ήταν ο ανηλεής βομβαρδισμός των κυρίων πόλεων της Ιαπωνίας και της βιομηχανικής της υποδομής.

Οι Αμερικανοί ήθελαν να αποκτήσουν μια βάση ανεφοδιασμού πολύ κοντά στο «βασίλειο» του εχθρού, αφαιρώντας παράλληλα την τελευταία γραμμή άμυνας από αυτόν.

Επί 74 ολόκληρες μέρες το Ναυτικό και η Αεροπορία των ΗΠΑ βομβάρδιζε τις ιαπωνικές θέσεις στο νησί για να προετοιμαστεί η απόβαση. Προσέβλεπαν να μειωθεί τόσο αποτελεσματικά η αμυντική ικανότητα των αντιπάλων ώστε το πεζικό να κάνει «παρέλαση», αποδίδοντας τον ελάχιστο δυνατό φόρο αίματος.

Οι Ιάπωνες δεν είχαν προμήθειες, ούτε δυνατότητα να καλέσουν ενισχύσεις. Ήταν οι σύγχρονοι «ελεύθεροι πολιορκημένοι». Αποκλεισμένοι στην ίδια τους τη χώρα. Ο Κουριμπαγιάσι ήξερε ότι το τεράστιο αριθμητικό μειονέκτημα αφαιρούσε σχεδόν κάθε ελπίδα.

Ήταν όμως αποφασισμένος να πουλήσει ακριβά το τομάρι του. Καθώς όλο το νησί ήταν επίπεδο, με εξαίρεση το λόφο Σουριμπάτσι (ύψους 169 μέτρων), έπρεπε να επινοήσει ένα αμυντικό σχέδιο που δεν θα έθετε τους άνδρες του στο στόχαστρο των εχθρικών – από αέρος και θαλάσσης – πυρών. Ηταν μια ιδιοφυής, σχεδόν υπεράνθρωπη στη εφαρμογή της, προσπάθεια. Η οποία εξέπληξε δυσάρεστα τους Αμερικανούς.

Εκτός από τα οχυρωματικά έργα επιφάνειας, τα οποία οι Αμερικανοί κατάφεραν να εντοπίσουν, οι αμυνόμενοι κατασκεύασαν ένα περίτεχνο δίκτυο από σπηλιές, σήραγγες και υπόγεια καταφύγια που μπορούσαν να στεγάσουν τα στρατεύματα, μαζί με τα αποθέματα πυρομαχικών και εφοδίων.

Σκοπός αυτού του δικτύου ήταν να πολεμήσουν οι Ιάπωνες μια μάχη φθοράς, που θα κατάφερνε βαριές απώλειες στους εισβολείς και παρ’ ελπίδα θα οδηγούσε στη ματαίωση κατάληψης της νήσου.

Έστησαν δηλαδή ένα κανονικό αντάρτικο σε ένα νησί που δεν παρείχε φυσικές καλύψεις. Πάνω από 300 πυροβόλα, δεκάδες όλμοι και ναυτικά κανόνια, καθώς και αντιαεροπορικά πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος, τοποθετήθηκαν σε ενισχυμένες οχυρώσεις. Αυτά που είχαν στηθεί στο Σουριμπάτσι ήταν τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε τετραγωνικό μέτρο της νήσου να μπορεί να πυροβοληθεί από την κορυφή.

Όταν οι πεζοναύτες αποβιβάστηκαν στο Ίβο Τζίμα, στις 19 Φεβρουαρίου 1945, δεν είχαν πλήρη γνώση των περίτεχνων αμυντικών έργων που είχαν φτιάξει οι Ιάπωνες. Διέθεταν ωστόσο αρκετές πληροφορίες για να νιώθουν… ανήσυχοι οι Διοικητές τους.

Αυτό που προοριζόταν από τις ΗΠΑ να αποτελέσει μια παράλογη γιαπωνέζικη θυσία κατέληξε στη πιο φονική έως τότε μάχη του Ειρηνικού. Για να υπερκεράσουν τον ανταρτοπόλεμο ανθρώπων που έμοιαζαν (και στην πραγματικότητα ήταν) ζωντανοί-νεκροί, ξεφυτρώνοντας μέσα από τη γη, οι Αμερικάνοι αναγκάστηκαν να επιστρατεύσουν περισσότερους από 70.000 μαχητές.

Τα συμβατικά όπλα δεν ήταν σε θέση να δώσουν λύση απέναντι στην πρωτοφανή οχύρωση των αντιπάλων. Η διέξοδος ήρθε μέσω φλογοβόλων. Οι εισβολείς τα χρησιμοποίησαν κατά κόρον προκειμένου να εξουδετερώσουν τις εστίες αντίστασης… καίγοντας τους αμυνόμενους.

Η απόλυτη κτηνωδία, που «έζησε» το νησί για 35 ημέρες, περιγράφεται κάπως έτσι από τον Ντάγκλας Φορντ, καθηγητή Στρατιωτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σάλφορντ και συγγραφέα πολυάριθμων επιστημονικών εργασιών για τον πόλεμο στον Ειρηνικό:

«Όποτε ένας πεζικάριος έβρισκε ένα πολυβολείο ή την είσοδο μιας σπηλιάς, συνήθως προσπαθούσε να τα κρατήσει υπό τα πυρά πολυβόλου μέχρις ότου να φτάσει μια ομάδα με φλογοβόλα και να εκτοξεύσει ναπάλμ προκειμένου οι αμυνόμενες δυνάμεις να αποτεφρωθούν ή να πεθάνουν από ασφυξία».

Ο στρατιωτικός κώδικας των Ιαπώνων, γνωστός ως «Senjinkun», ήταν ουσιαστικά ο κώδικας τιμής που δεν τους επέτρεπε ούτε να υποχωρήσουν, ούτε να παραδοθούν. Επρόκειτο για έναν όρκο που ανήγαγε σε ατίμωση την αιχμαλωσία. Ενώπιον μιας τέτοιας ντροπής ο θάνατος ήταν λύτρωση και το ιερό πάθος των υπερασπιστών του νησιού προκάλεσε βαρύτατες απώλειες στους εισβολείς.

Σύμφωνα με τις επίσημες αμερικανικές πηγές, ο αριθμός των νεκρών ανήλθε σε 7.000 και των τραυματιών σε 20.000, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν ήταν ξανά σε θέση να πιάσουν όπλο.

Σε όλο το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ιάπωνες πολέμησαν με την –εντελώς παράλογη για κάθε Δυτικό– ιδέα ότι η αιχμαλωσία είναι η απόλυτη ταπείνωση και αυτό εξηγεί το εξής ανατριχιαστικό νούμερο: από τους 21.000 αμυνόμενους μόνο 216 αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης.

Πολλοί ήταν αυτοί που αυτοκτόνησαν προκειμένου να μην παραδοθούν, ενώ όλοι οι υπόλοιποι εξοντώθηκαν. Με εξαίρεση κάποιους που έζησαν για καιρό μέσα στις κατακόμβες και παραδόθηκαν αφότου διαπίστωσαν ότι η συμπεριφορά των Αμερικάνων στους αιχμαλώτους ήταν εντελώς αντίθετη από εκείνη των συμμάχων τους, Ναζί.

Από την 5η ημέρα της μάχης, στις 23 Φεβρουαρίου, οι μετέπειτα νικητές κατέλαβαν το λόφο Σουριμπάτσι και κάρφωσαν συμβολικά στην κορυφή την αμερικανική σημαία.

Η στιγμή απαθανατίστηκε από το φωτογράφο Τζο Ρόζενθολ, ο οποίος κατέκτησε το βραβείο Πούλιτζερ για αυτήν που είναι σήμερα η διασημότερη φωτογραφία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η νήσος κατελήφθη πλήρως στις 16 Μαρτίου, μετά την κατάληψη του αεροδρομίου και των γύρω βουνοκορφών από τους πεζοναύτες.

Η μάχη του Ίβο Τζίμα και η ακόλουθη στην Οκινάουα οδήγησαν τους Αμερικάνους να επανεξετάσουν τη στρατηγική τους για την τελική νίκη στον Ειρηνικό. Οι απώλειες ήταν τόσο μεγάλες που ανέτρεψαν τα αρχικά πλάνα περί εισβολής στην ηπειρωτική Ιαπωνία.

Η λυσσασμένη ιαπωνική άμυνα προβλημάτισε τόσο την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ που εν τέλει αποτέλεσε ένα σημαντικό επιχείρημα υπέρ της ρίψης της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, έξι μήνες αργότερα.

Για να γλιτώσουν οι αμερικανικές δυνάμεις τη φρίκη μερικών ακόμα αιματηρών μαχών και υπέρμετρων απωλειών, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν διέταξε τον πυρηνικό όλεθρο σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι ώστε να εξαναγκαστεί η Ιαπωνία σε συνθηκολόγηση, κάτι που τελικά συνέβη τον Αύγουστο του 1945.

 

Tags
Back to top button