Η γριά Πανούκλα και το αχόρταγο
“σκυλόκακο” είναι δύο πολύ γλαφυροί θρύλοι που συναντούμε στην Κρήτη και κρύβουν μέσα τους όλη την αγνότητα, αλλά και το μυστήριο των ευφάνταστων τοπικών παραδόσεων.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, λοιπόν, οι χωρικοί της Κρήτης πίστευαν πως η Πανούκλα παρουσιαζόταν στους ανθρώπους σαν γριά γυναίκα, μαυροφορεμένη, γνέθοντας μαύρα μαλλιά.Σε κάθε χωριό που την έβγαζε η στράτα της, οι Άγιοι την καταδίωκαν με τον Σταυρό στο χέρι. Αυτή έκανε τάχα πως έφευγε τρομαγμένη, αλλά τρύπωνε κάπου έξω απ’ το χωριό και έστηνε καρτέρι. Έπειτα, επέστρεφε ακροποδητί και ξεκλήριζε ολάκερο τον συνοικισμό και δεν άφηνε τίποτε ζωντανό.Καμιά φορά, πάλι, μέσα στην άγρια νύχτα, πηδούσε πισωκάπουλα στο άλογο κάποιου καβαλάρη και έτσι, έσπερνε το κακό της στο πρώτο σπίτι και κατόπιν, τα μίαινε όλα μονομιάς. Μπροστά η γριά και ξοπίσω ο θάνατος ο μαύρος…Εξαιτίας της Πανούκλας, είχαν χαθεί πολλά χωριά στην Κρήτη, μα τον μεγαλύτερο αφανισμό τον υπέστη η πόλη της Αξού, που ήταν παλιά και πολυάνθρωπη. Χάθηκαν όλοι, εκτός από δύο βοσκούς, που έτυχε να βόσκουν τα ζώα τους σε κοντινά χωριά. Ο ένας τους λεγόταν Σφυρής κι άλλος Νταφερμός.Όταν οι δυο βοσκοί έμαθαν για το ξεκλήρισμα της Αξού, βρήκαν από τις γύρω περιοχές άλλους εβδομήντα νοματαίους και παραφύλαξαν έξω από την πόλη, για να πιάσουν επ’ αυτοφόρω την κακιά γριά, τη στριμμένη, τη φονική και να της δώσουν να καταλάβει!Μια νύχτα, εκεί που έτρωγαν αντάμα, σε μια στιγμή, να σου και φτάνει η γριά Πανούκλα. Έσπρωξε ευθύς τον λύχνο που τους φώτιζε και τον έριξε μέσα στο πιάτο που είχαν το φαΐ τους. Μαύρο, κατάμαυρο σκοτάδι, πηχτό σαν πίσσα, απλώθηκε ολόγυρά τους.Αμέσως οι δύστυχοι κατάλαβαν τι τους περίμενε. Τρόμαξαν, φιλήθηκαν, συγχώρεσε ο ένας τον άλλον και άρχισαν να κλαίνε ως το πρωί. Κι όταν ξημέρωσε για τα καλά, κανείς τους δεν απόμεινε για να εξιστορήσει το δράμα τους. Ξεψύχησαν πιασμένοι χέρι-χέρι.Κοντά στην Αξό υπήρχαν και μερικά μετόχια, στα οποία έμεναν οικογένειες φτωχών ανθρώπων. Η κακιασμένη Πανούκλα δεν τους λυπήθηκε. Πήγε κι εκεί και δεν άφησε κανέναν ζωντανό, μήτε γέρο μήτε παιδί.Εκείνη την τραγική νύχτα, οι γυναίκες των μετοχιών είχαν τα ρούχα τους απλωμένα στις αυλές. Έτσι, τα ρούχα ξέμειναν στις τριχιές και κρέμονταν χρόνους και χρόνους, ώσπου σάπισαν, έγιναν σκόνη και τα παρέσυρε ο αγέρας του νησιού.Ένας από τους μετοχίτες, εν τω μεταξύ, έλειπε στα όρη και έπειτα από σαράντα μέρες γύρισε στο μετόχι του. Σαν έφτασε εκεί, ήταν νύχτα και δεν είδε ψυχή στους δρόμους. Παραξενεύτηκε και πήγε κατευθείαν στο σπίτι του. Σκοτάδι κι εκεί και σιωπή βαριά, σα σάβανο ασήκωτο. Χτύπησε την πόρτα, μα η πόρτα άνοιξε μοναχή της. Κοίταξε εδώ, κοίταξε εκεί, γύρεψε τους δικούς του, φώναξε ονόματα, μα τίποτε!Κίνησε κατά το τζάκι, αλλά είδε τη στάχτη κρύα. Έτρεξε στο κρεβάτι και βρήκε κάτω από το πάπλωμα τη γυναίκα και τα παιδιά του νεκρά και ξυλιασμένα. Δεν πρόφτασε να καταλάβει τι είχε συμβεί κι ευθύς τον άρπαξε η γριά Πανούκλα και πάει, πέθανε κι αυτός…Ένα άλλο κακό, παράξενο και μυστηριώδες, ξέσπασε στην Κρήτη τον καιρό της Επανάστασης του 1821. Από την πείνα και τη δυστυχία, από τις κακουχίες και την ανέχεια, έπιασε τον κόσμο μια τρομερή ασθένεια, το λεγόμενο
“σκυλόκακο”, ένα είδος λύσσας που ξέκανε πολλούς και αδιακρίτως.Όσους μόλυνε αυτή η παράδοξη αρρώστια, δε χόρταιναν να τρώνε. Τόση ήταν η ακόρεστη πείνα τους και αχορτασιά τους, που πολλοί, σαν δεν είχαν τι άλλο να φάνε, έσφαζαν κι έτρωγαν τα ίδια τα παιδιά τους!Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 13/02/1930…