Στην πολιτεία της Πενσυλβάνια, τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, έκανε την εμφάνισή του ένας τοπικός θρύλος. Εκείνος του «Charlie, του ανθρώπου χωρίς πρόσωπο», του «Πράσινου Άντρα», του «τέρατος της Beaver County». Συνήθως, τέτοιοι τοπικοί θρύλοι είναι εφηβικές υπερβολές ή γενικότερα, υπερβολές του κόσμου μιας περιοχής, που ναι μεν δεν τις πολυπιστεύει, αλλά για καλό και για κακό μένει σε απόσταση από αυτές. Και συγχρόνως τις διαδίδει.
Εκεί λοιπόν, όπως έλεγε ο θρύλος, τις νύχτες εμφανιζόταν ένας άντρας με παραμορφωμένο πρόσωπο, που ήταν και λίγο πράσινο, και που παρακολουθούσε όποιον τύχαινε να κυκλοφορεί έξω. Οι φήμες για το πως είχε καταλήξει να παραμορφωθεί έδιναν και έπαιρναν. Οι περαστικοί δεν έδιναν σημασία. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους τοπικούς θρύλους, αυτός ήταν εν μέρει αλήθινός. Γιατί αυτός ο άνθρωπος υπήρχε. Και τον έλεγαν Raymond Robinson.
Ο άτυχος αυτός άνδρας όταν ήταν 8 ετών γύρω στο 1919, περπατούσε με την αδερφή του ανέμελα στην εξοχή και πρόσεξε μια φωλιά πουλιού. Σκαρφάλωσε λοιπόν να την δει από κοντά. Η φωλιά ήταν πάνω σε μια γέφυρα με γραμμές τρένου. Κοντά στην φωλιά υπήρχε ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο και στην προσπάθεια του να σκαρφαλώσει το άγγιξε. Τα βολτ τον διαπέρασαν. Έναν χρόνο νωρίτερα, ένα άλλο αγόρι είχε χάσει την ζωή του. Ο Ray όμως όχι.
Οι γιατροί δεν περίμεναν να ζήσει αλλά τους διέψευσε. Όμως οι τραυματισμοί του ήταν εξαιρετικά σοβαροί. Τα μάτια του, η μύτη του, τα αυτιά του και το δεξί του χέρι. Κάποια τα έχασε και κάποια παραμορφώθηκαν. Οι γιατροί μίλησαν για θαύμα. Ένα θαύμα όμως που αργότερα έγινε εφιάλτης. Αφού η ζωή του δεν θα ήταν ποτέ η ίδια από εκεί και πέρα.
Απομονώθηκε από όλους, ακόμα κι από την ίδια του την οικογένεια. Άκουγε στο ραδιόφωνο για το αγαπημένο του μπέιζμπολ και έφτιαχνε πορτοφόλια και ζώνες από λάστιχα αυτοκινήτων. Όταν μεγάλωσε έμεινε μόνος του στο γκαράζ του σπιτιού. Η εμφάνισή του τον απέτρεπε από το να κυκλοφορεί κατά την διάρκεια της ημέρας.
Όμως την νύχτα έβγαινε για να απολαύσει μεγάλους περιπάτους, να πάρει μια μυρωδιά από το «έξω», από την φύση. Η φήμη του άρχισε να κυκλοφορεί και πολλές παρέες νεαρών τον αναζητούσαν τα βράδια. Εκείνος συνήθως κρυβόταν. Αλλά σε κάποιες περιπτώσεις σταματούσε και αντάλλασσε 1-2 κουβέντες ή μια φωτογραφία, για λίγη μπύρα ή τσιγάρα. Αν και δεν του φέρονταν όλοι καλά.
Κάποιοι τον έδειραν. Κάποιοι κατοuρούσαν σε μπουκάλια μπύρας και του τις έδιναν. Άλλοι πάλι τον έβαζαν στο αυτοκίνητο και τον παρατούσαν στην μέση του πουθενά. Τα αυτοκίνητα άρχισαν να τον αγχώνουν. Οι φήμες λένε πως κάποια στιγμή έπαιρνε μαζί στις βόλτες του ένα πιστόλι.
Υπήρχαν όμως και άνθρωποι που δεν τον φοβούνταν ή που ήθελαν απλά να του κάνουν παρέα. Εκεί ο Ray Robinson ανοιγόταν και μιλούσε για την ζωή του, για την διαφορετικότητά του και την ανούσια ύπαρξη των προκαταλήψεων. Εκείνες ήταν όμορφες βραδιές για εκείνον. Και για τους άλλους.
Τον χτύπησαν πολλές φορές αυτοκίνητα. Σιγά σιγά μείωνε τις βόλτες του όσο γερνούσε, ώσπου τις σταμάτησε τελείως. Πέθανε σε ένα γηροκομείο το 1985, έχοντας φτάσει τα 74. Ποιος να του το έλεγε ότι θα ζούσε τόσο πολύ. Παρόλη την παραμόρφωσή του, ήταν ένας πανέμορφος άνθρωπος, όπως λένε εκείνοι που τον γνώρισαν.
Η ιστορία του έγινε θρύλος. Παραμορφώθηκε κι αυτή. Έγινε εντελώς διαφορετική από την πραγματική. Ευτυχώς η αληθινή δεν χάθηκε εντελώς. Γιατί ο Ray Robinson έγραψε την δική του ιστορία.