Τρεις ερωτήσεις αναγνωστών του άρθρου με τον τίτλο , στις οποίες στη συνέχεια απαντώ.
Πρώτα οι ερωτήσεις:
1. Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος που εξέδωκε το Ανάθεμα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1916 στηρίχθηκε σε Ιερούς Κανόνες ή αυθαιρέτησε κάτω από το λυσσαλέο αντιβενιζελικό πάθος των εμπνευστών του;
2. Γιατί ονομάσθηκε Ανάθεμα κατά του Βενιζέλου και όχι Αφορισμός;
3. Είχε σχέση με το Ανάθεμα ο επίσκοπος Πενταπόλεως, ο κατόπιν Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς;
1. Το ζήτημα της νομοκανονικής στήριξης του Αναθέματος της Εκκλησίας εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου (Δεκέμβριος 1916) έχει σοβαρές πλημμέλειες. Να πούμε πρωταρχικά πως την 11η Δεκεμβρίου εζητείτο φορτικά από τους συλλόγους Επιστράτων με διάβημά τους προς τον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο Α΄ (σημειωτέον ότι ο Μητροπολίτης Αθηνών ονομάστηκε αργότερα, επί Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος) να συμμετάσχει η εκκλησία στην πορεία του Αναθέματος με όλο τον Κλήρο.
Ο Μητροπολίτης όμως πρόβαλε αντιρρήσεις ότι σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη δεν είχε τέτοιο δικαίωμα. Η Κυβέρνηση Σπυρίδωνος Λάμπρου παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της αναγκάσθηκε από φόβο των επιστράτων να υποχωρήσει και να δεχθεί την απόφαση της Ιεράς Συνόδου που συνήλθε εκτάκτως την 12 Δεκεμβρίου 1916, η οποία τελικά υπαναχώρησε και δέχθηκε «το κανονικόν της αιτηθείσης συμμετοχής και την επιμονήν του εξηγερμένου λαού και τας εκ της τυχόν αρνήσεως προς συμμετοχήν ανυπολογίστους συνεπείας».
Την πράξη του Αναθέματος ανακοίνωσε η Σύνοδος στον Οικουμενικό Πατριάρχη, έπειτα απέστειλε εγκύκλιο γράμμα προς την Ι. Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας και τον Αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας και στον επίσκοπο Ρώμης. Η αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Καντερβουρίας ήταν ότι δεν του επιτρέπεται να αναμειχθεί σε ζητήματα πολιτικά και μάλιστα διεθνή!
Σήμερα, ύστερα από εκατό περίπου χρόνια καθόμαστε και λέμε αναπολώντας τις μέρες του εθνοκτόνου διχασμού τι δουλειά είχαν οι Αγγλικανοί Προτεστάντες και ο πάπας της Ρώμης με τα πράγματα της Ελλαδικής Εκκλησίας που εμείς ελεύθερα τους αναμείξαμε: το φλερτάρισμα με τους ετεροδόξους ξεκίνησε όχι σήμερα αλλά επί συντηρητικού Μητροπολίτη Αθηνών Θεοκλήτου: Μερικοί μάλιστα υποστηρίζουν πως ο εκκλησιαστικός Συγκρητισμός, αυτό που σήμερα μερικοί ακυριολεκτικά ονομάζουν οικουμενισμό, ανάγεται σε εποχή λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821 όταν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός επισκέφθηκε και αυτός τον Πάπα της Ρώμης...
Πρέπει να ομολογήσουμε όμως πως η απόφαση της Συνόδου ουδεμία νομοκανονική βάση είχε, δεδομένου ότι «η επιβολή του Αναθέματος εκτός της κανονικής διαδικασίας μπορεί να επιβάλλεται κυρίως κατά «αιρετικών, των σχισματικών και των καταφρονητών των μυστηρίων». Τα περί μασονικής ιδιότητας του Βενιζέλου και επομένως ο συλλογισμός ότι εκκλησιολογικώς και ορθοδόξως επεβλήθη το Ανάθεμα σε βάρος του μασόνου Ελευθερίου Βενιζέλου είναι πολύ μεταγενέστερες αντιβενιζελικές εικασίες.
2. Η λέξη Ανάθεμα παράγεται από το μεταβατικό ρήμα «ανατίθημι» που σημαίνει αναθέτω, αφιερώνω κάτι στο Θεό. Ενώ αρχικά η έννοια της λέξης Ανάθεμα ήταν θετική, ανάθημα, το τάμα, αργότερα περιέπεσε στην αρνητική σημασία, επειδή ένας που είναι χωρισμένος από το Θεό και τους ανθρώπους είναι αποτρόπαιος, απόβλητος, χωρισμένος από την κοινωνία των καλών ανθρώπων, είναι αναθεματισμένος, είναι ένας καταραμένος άνθρωπος.
Με την έννοια της κατάρας χρησιμοποιείται κατά το πλείστον στην Καινή Διαθήκη και τους ιερούς Κανόνες. Η έκφραση «ανάθεμα έστω» σημαίνει τον αποχωρισμένο από την εκκλησιαστική κοινωνία και τον απόβλητο της θείας χάριτος και συνεπώς τον στερημένο των σωτηρίων επακολουθημάτων της. Είναι επομένως ταυτόσημη λέξη με την λέξη Αφορισμός, ο οποίος έχει την διπλή έννοια, καλή και κακή με επικράτηση όμως της αρνητικής.
Έτσι, ανάθεμα και αφορισμός είναι ένα και το αυτό πράγμα και είναι η βαρύτατη των εκκλησιαστικών ποινών που επιβάλλεται από αρμόδιο εκκλησιαστικό δικαστήριο. Μετά την υποβολή της ποινής αυτής ο κληρικός ή ο λαϊκός αποκόπτεται από την εκκλησιαστική κοινωνία, και στερείται κάθε αγιαστικού μέσου που μας παρέχει η Εκκλησία, ακόμα και της Σωτηρίας της Ψυχής μας!
Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις παραδοχές η εκκλησία δεν αφορίζει ούτε αναθεματίζει πρόσωπα που δεν ανήκουν στο σώμα της. Ένας για παράδειγμα, βουδιστής δεν λέμε πως είναι αναθεματισμένος, αφού «θέσει» είναι άλλης θρησκείας, ενώ ο Άρειος, ο Μακεδόνιος, οι εικονοκλάστες, ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός κ.ά. είναι επιβαρυμένοι με το Ανάθεμα, γιατί όντες και ανήκοντες στο πλήρωμα της Εκκλησίας, ελέγθηκαν και καταδικάστηκαν ως αιρετικοί ή σχισματικοί, από Συνόδους, δηλαδή από άγιους θεοφώτιστους Πατέρες, με την αυτοσυνειδησία της τοπικής εκκλησίας τους.
3. Αναφορικά με την δήθεν ανάμειξη του Αγίου Νεκταρίου στο Ανάθεμα ενάντια στον Βενιζέλο δεν υπάρχει συγκεκριμένη καταγγελία ούτε πληροφορία. Όλες οι επιστημονικές έρευνες που έγιναν επ’ αυτού δεν μας έδωσαν στοιχεία επιβαρυντικά για τη δράση και τη στάση του αγίου απέναντι στο βαρύ παράπτωμα του αναθέματος εναντίον του Μεγάλου Κρητικού Πολιτικού.
Σχετικά, συνιστάται η μελέτη του Σοφοκλή Γ. Δημητρακοπούλου, με τίτλο, Ιστορική βιογραφία του Αγίου Νεκταρίου βασισμένη σε πηγές, έκδοση 1998, Αθήνα. Επί πλέον, η σκέψη και μόνον ότι η βενιζελική παράταξη και μαζί τους ο βενιζελικός Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης, όργανο του συμπατριώτη του Βενιζέλου υπήρξε ευνοϊκή προς τον Πενταπόλεως Νεκτάριο, ευρισκόμενο με τέσσερις μοναχές σ’ ένα ερειπωμένο μοναστήρι της Αίγινας είναι η καλύτερη απόδειξη πως ο άγιος δεν αναμείχθηκε στις πολιτικές διενέξεις της εποχής.
Μάλιστα ο Διάκος του Μεταξάκη τον οποίο σέβεται και ονομάζει «Πατέρα», ονόματι Αθηναγόρας, αργότερα Οικουμενικός Πατριάρχης προέβη στην αγιοκατάταξη του Αγίου και Θαυματουργού Νεκταρίου, με την υπ’ αριθμ. 260 Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις 20 Απριλίου 1961.
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι Δρ, Φιλολογίας και Θεολόγος