«Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες», το είπε δεν το είπε ο Τσόρτσιλ, η ουσία του παραμένει και αποδεικνύεται από κάτι απίστευτες ιστορίες θάρρους και αγνού πατριωτισμού σαν τις περιπέτειες του Οχυρού Ρούπελ.
Ως σύγχρονος Λεωνίδας, ο διοικητής του οχυρού Γεώργιος Δουράτσος αρνείται να υποκύψει στον εχθρό, αρνείται να υπακούσει στο φιρμάνι για παράδοση που φτάνει στα αυτιά του και εκτοξεύει ένα «μολών λαβέ» που θα έκανε υπερήφανους τους αρχαίους Σπαρτιάτες για την πορεία του νεοελληνικού έθνους.
Αυτός βέβαια δεν είχε 300 άντρες, είχε μερικούς παραπάνω ταλαιπωρημένους και μπαρουτοκαπνισμένους στρατιώτες, που πολέμησαν ωστόσο με τέτοια ψυχή που ο άθλος τους θα σφράγιζε τις περιπέτειες των ναζί στον τόπο μας και θα προοιώνιζε τη λυσσαλέα αντίσταση των Ελλήνων στα μήκη και τα πλάτη της επικράτειας.
Η αντίσταση του Οχυρού Ρούπελ στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα έμεινε στην Ιστορία σαν παραμύθι, ένας λαϊκός θρύλος που μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά στέλνοντας στο πάνθεο των ηρώων τους απλούς φαντάρους και τον διοικητή τους που υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία την πατρίδα.
H γερμανική επίθεση εκδηλώνεται τα ξημερώματα (5:15 π.μ.) της 6ης Απριλίου 1941, όταν τα γερμανικά στούκας βομβαρδίζουν το στρατηγικής σημασίας οχυρό αλλά και το Κέντρο Αντίστασης Καπίνας. Εκμεταλλευόμενοι μάλιστα την ανωμαλία του εδάφους, οι εισβολείς φτάνουν δίπλα από το οχυρό, σε απόσταση 200 περίπου μέτρων. Η κατάληψή του φαντάζει απλή υπόθεση, αν και οι υπερασπιστές δεν έχουν πει την τελευταία τους λέξη.
Και κόντρα σε κάθε πρόβλεψη και σε πείσμα μεγάλο της Ιστορίας, αποκρούουν όλες τις επιθέσεις του γερμανικού συντάγματος! Οι μάχες ήταν σφοδρές και συνεχίζονται για μέρες. Στις 9 Απριλίου το οχυρό βομβαρδίζεται βαριά από αέρα και έδαφος και στις 5:00 το απόγευμα οι Γερμανοί απαιτούν τη συνθηκολόγηση των υπερασπιστών.
«Τα οχυρά δεν παραδίδονται. Καταλαμβάνονται», απαντά ο ταγματάρχης που δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Αυτός και οι άντρες του είναι αποφασισμένοι να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα για να κρατήσουν το Ρούπελ. Και απ’ ό,τι φαίνεται, το εννοούσαν. Παρά τον βαρύ βομβαρδισμό μάλιστα, οι οπλίτες του Δουράτσου μοιάζουν να το διασκεδάζουν, καθώς οι επιθέσεις του εχθρού αποκρούονται με μικρές απώλειες.
Οι γερμανοί αγγελιοφόροι επανέρχονται και ενημερώνουν τον ταγματάρχη πως ο αγώνας του είναι μάταιος, καθώς έχει ήδη υπογραφεί η συνθηκολόγηση στη Θεσσαλονίκη μεταξύ του διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, αντιστράτηγου Μπακόπουλου, και του διοικητή της 2ης Γερμανικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, αντιστράτηγου Φάελ.
Ο Δουράτσος αρνείται και πάλι: «Εμείς διαταγές δεχόμαστε μόνο από τους ιεραρχικά προϊσταμένους μας και ο αγών θα συνεχιστεί. Πάσαν δέ απόπειρα προσεγγίσεως του οχυρού θα συντριβεί». Κι έτσι με τους άντρες του είναι έτοιμος να συνεχίσει τη λυσσαλέα αντίσταση στη ναζιστική λαίλαπα που κατέβαινε γοργά από τη Βουλγαρία.
Οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι το να σπάσουν τη γραμμή του Ρούπελ ήταν ασύμφορο, κι έτσι την παρακάμπτουν! Περνούν στην κοιλάδα του Αξιού από τη Γιουγκοσλαβία και παίρνουν τη Θεσσαλονίκη. Αποκομμένος και περικυκλωμένος, ο Δουράτσος δεν έχει κανένα πρόβλημα στο να συνεχίσει να μάχεται, μέχρι να καταφτάσει τουλάχιστον η επίσημη διαταγή για κατάπαυση του πυρός. Μόνο τότε σταματά την ηρωική αντίσταση.
Οι τίτλοι τέλους δεν έχουν πέσει ακόμα: βγαίνοντας από το φρούριο με τους γενναίους του, βλέπει τους Γερμανούς να αποδίδουν στρατιωτικές τιμές! Ο διοικητής των εχθρών έβαλε τους άντρες του να παρουσιάσουν τα όπλα τους και κάλεσε τον Δουράτσο δίπλα του να επιθεωρήσουν μαζί το άγημα.
Τέτοια αντίσταση δεν είχε ξαναδεί, του ομολογεί, κι ας έχει οργώσει όλη την Ευρώπη. Κανείς από τους υπερασπιστές του συγκεκριμένου οχυρού δεν πιάστηκε μάλιστα αιχμάλωτος.
Τόσο όμως αυτός όσο και οι στρατιώτες του ένιωθαν απογοητευμένοι. Ήταν εξάλλου νικητές κι όχι ηττημένοι και ήθελαν να συνεχίσουν τον αγώνα τους ικετεύοντάς τον να μην παραδοθούν! Τόσοι και τόσοι στρατιώτες περνούσαν δίπλα από τον Στρυμόνα και πετούσαν τα όπλα τους μέσα στο ποτάμι προκειμένου να μην τα πιάσουν στα χέρια τους οι εχθροί.
Οι άντρες του Δουράτσου κατευθύνθηκαν με τα πόδια προς τις Σέρρες, όπου παρέμειναν για λίγες ημέρες μέχρι να αφεθούν ελεύθεροι κατ’ εξαίρεση και με διαταγή του ίδιου του Χίτλερ. Έπεσαν όχι γιατί νικήθηκαν, αλλά γιατί τους ανάγκασαν να παραδοθούν…
Πρώτα χρόνια
Ο Γεώργιος Δουράτσος γεννιέται την 1η Αυγούστου 1894 στην Άνω Σύρο ως ένα από τα 11 παιδιά του Κάρολου Δουράτσου και της Ελπίδας Βακονδίου. Ολοκληρώνοντας τις σχολικές του υποχρεώσεις, κατατάσσεται στον Εθνικό Στρατό. Η 20ή Σεπτεμβρίου 1915 θα τον βρει στον βαθμό του μόνιμου ανθυπολοχαγού πεζικού, αν και αυτό δεν θα είναι παρά το πρώτο βήμα στη στρατιωτική του εκπαίδευση.
Την ώρα που περνά από διάφορες σχολές πολέμου και κέντρα στρατιωτικής επιμόρφωσης, φοιτά στη Νομική Σχολή, παίρνοντας κάποια στιγμή το πτυχίο του δικηγόρου. Ο λοχαγός Δουράτσος περνά από διάφορες στρατιωτικές μονάδες πεζικού και αναλαμβάνει κάποια στιγμή τη Στρατιωτική Διοίκηση Δυτικής Μακεδονίας, ως ταξίαρχος πια.
Ταυτοχρόνως, είναι μπαρουτοκαπνισμένος και έχει αποδείξει ήδη τη στρατηγική του ικανότητα στη μάχη, παίρνοντας κι αυτός μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία. Μετά θα πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο γράφοντας μια από τις πιο χρυσές σελίδες αντίστασης στην Ευρώπη και αργότερα θα συμμετέχει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου.
Το άστρο του θα λάμψει την περίοδο 1940-41, όταν η στρατιωτική ηγεσία τού αναθέτει τη διοίκηση του νευραλγικού οχυρού Ρούπελ, που κάτω από τους τακτικισμούς του θα γίνει ιστορικό…
Το Ρούπελ του ταγματάρχη Δουράτσου
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρά την ουδετερότητα που είχε διατηρήσει αρχικά η Ελλάδα, γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα, φοβούμενα την κατάληψη του οχυρού από τις συμμαχικές δυνάμεις των Αγγλογάλλων που στρατοπέδευαν στη Θεσσαλονίκη, περνούν την ελληνο-βουλγαρική μεθόριο το 1916 και το καταλαμβάνουν. Το Υπουργείο Στρατιωτικών της Ελλάδας το παραδίδει τότε στη Βουλγαρία.
Το Ρούπελ είχε κατασκευαστεί αρχικά κατά τον ελληνο-βουλγαρικό πόλεμο το 1913 πάνω σε αντέρισμα του όρους Τσιγκελί. Πριν από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου, το οχυρό είχε πάρει ήδη μια εντελώς νέα μορφή: τώρα είχε μήκος 2,5 χιλιόμετρα και περιελάμβανε 123 οχυρωματικά έργα, διαθέτοντας συγκροτήματα υπόγειων καταφυγίων, αποθηκών, κοιτώνων, λουτρών, μικρού νοσοκομείου κ.λπ.
Οι δαιδαλώδεις υπόγειες στοές επικοινωνίας εκτείνονταν σε περισσότερα από 5 χιλιόμετρα, ενώ ο οπλισμός του την περίοδο εκείνη αποτελούνταν από πέντε αντιαρματικά πυροβόλα, δύο αντιαεροπορικά, πέντε πυροβολεία, πέντε όλμους, 85 πολυβόλα, 25 οπλοπολυβόλα και 53 ολμοβόλα. Οι υπερασπιστές του ήταν μια δύναμη δύο ταγμάτων χιλίων στρατιωτών το καθένα και 27 αξιωματικών.
Αυτούς παρέλαβε ο ταγματάρχης Δουράτσος όταν του ανατέθηκε η διοίκηση του Ρούπελ, του μεγαλύτερου απ’ όλα τα οχυρωματικά έργα της λεγόμενης «Γραμμής Μεταξά» και του πιο ευαίσθητου στρατηγικά, καθώς επέβλεπε το μόνο αξιοπρεπές οδικό και σιδηροδρομικό πέρασμα από τη Βουλγαρία προς την Ελλάδα. Αν έπεφτε στον εχθρό, τότε ο δρόμος προς τη Θεσσαλονίκη θα ήταν ορθάνοιχτος και χωρίς σοβαρή αντίσταση.
Αυτό το οχυρό προσπάθησε να καταλάβει το 125ο Σύνταγμα Συνοριακού Πεζικού των Γερμανών, το οποίο ενώθηκε με τάγμα μηχανοκίνητου πεζικού, λόχους γρεναδιέρων, λόχο σκαπανέων εφόδου αλλά και πυροβολαρχίες.
Όλοι αυτοί συγκεντρώθηκαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα μέχρι την 5η Απριλίου 1941 και τώρα ήταν έτοιμοι για την επίθεση. Ο συνταγματάρχης Έριχ Πέτερσεν έδωσε το σύνθημα της επίθεσης την 5:15 πρωινή της 6ης Απριλίου, με τα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Στούκα να ανοίγουν τον δρόμο για την προέλαση.
Ήταν σαφές ότι οι Γερμανοί δεν περίμεναν τέτοια αντίσταση από πλευράς Ρούπελ, έχοντας προφανώς υποεκτιμήσει την επιχειρησιακή ετοιμότητα του οχυρού. Η πρώτη μέρα θα βρει τον εχθρό να αποσύρεται άρον άρον και να ζητά τη συνδρομή της Λουφτβάφε και του βαρέως πυροβολικού. Όπως είπε σχετικά ο Πέτερσεν, οι Γερμανοί γλίτωσαν εκείνη τη μέρα την πανωλεθρία μόνο χάρη στην παροιμιώδη αφλογιστία των ελληνικών βλημάτων (3 στα 5, αναφέρει στα χαρτιά του).
Βομβαρδισμοί και επιθέσεις με κάθε είδους όπλα, αυτοκινούμενο πυροβολικό, φλογοβόλα και αεροπλάνα, συνεχίστηκαν με σφοδρότητα και τις επόμενες ημέρες, 7 και 8 Απριλίου, χωρίς να σημειωθεί όμως καμία πρόοδο στη θέση των Γερμανών. Το οχυρό έδειχνε να αντέχει προξενώντας ταυτόχρονα σοβαρότατες απώλειες στους επιτιθέμενους.
Το ίδιο μοτίβο συνεχίστηκε και την 9η Απριλίου, όταν τα αντιαρματικά του Ρούπελ ανακόπτουν άλλη μια γερμανική επίθεση. Οι Έλληνες δεν κάμπτονται και οι Γερμανοί μετρούν και πάλι βαριές απώλειες. Διαβλέποντας τον κίνδυνο του αποδεκατισμού, ο εχθρός αλλάζει στρατηγική: αν δεν μπορούν να διασπάσουν την οχυρωματική μας γραμμή κατά μήκος των συνόρων προς τη Βουλγαρία, μπορούν κάλλιστα να την παρακάμψουν.
Περνούν λοιπόν μέσω Γιουγκοσλαβίας στην πεδιάδα του Αξιού και ο δρόμος προς τη Θεσσαλονίκη μοιάζει ανοιχτός. Όλη η «Γραμμή Μεταξά» είχε τώρα αποκοπεί από τον κορμό της ελληνικής άμυνας και ο αγώνας των οχυρών φάνταζε μάταιος. Όχι στα μάτια του Δουράτσου και των φαντάρων του όμως.
Κατά τις 5:00 το απογευματάκι της 9ης Απριλίου, οι Γερμανοί γνωστοποιούν στους υπερασπιστές του οχυρού τη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον πόλεμο, καλώντας τον ταγματάρχη να το παραδώσει χωρίς άλλη αντίσταση. «Τα οχυρά δεν παραδίδονται, αλλά καταλαμβάνονται», απαντά αυτός και δικαιολογεί μετά την απόφασή του στη βάση πως δεν έχει τέτοιες διαταγές από το ΓΕΣ. «Ο αγών θα συνεχιστεί, πάσα δε απόπειρα προσεγγίσεως του οχυρού θα συντριβεί», τελειώνει με το ίδιο αγέρωχο ύφος.
Δεν πιστεύει μάλιστα τους γερμανούς απεσταλμένους, πιστεύοντας πως πρόκειται για μπαγαποντιά μπας και το καταλάβουν με δόλιο τρόπο! Η διαταγή ήρθε ωστόσο, πρώτα τηλεφωνικώς και μετά εγγράφως, από τον διοικητή του ΤΣΑΜ (Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας), αντιστράτηγο Μπακόπουλο, ενημερώνοντας όλα τα αντιστεκόμενα οχυρά περί κατάπαυσης του πυρός και παράδοσής τους στον εισβολέα. Ο αγώνας είναι πλέον άσκοπος και δεν πρέπει να χυθεί άλλο ελληνικό αίμα, σημειώνει ο αντιστράτηγος στους υφισταμένους του, αν και ο Δουράτσος και οι άντρες του δεν το βλέπουν ακριβώς έτσι.
Παρά ταύτα, σκύβει το κεφάλι και παραδίδεται στις 10 Απριλίου. Όταν βγαίνουν από το οχυρό, βλέπουν τους Γερμανούς να τους αποδίδουν στρατιωτικές τιμές και τον διοικητή τους να καλεί τον έλληνα ταγματάρχη να επιθεωρήσουν από κοινού το γερμανικό απόσπασμα, το οποίο παρουσιάζει τα όπλα προς τιμή των ηρωικών υπερασπιστών του Ρούπελ. Τα γερμανικά στρατεύματα «μας εσεβάσθησαν και μας ετίμησαν», γράφει το πόρισμα Πλευράκη.
Σε ένδειξη σεβασμού για τη γενναία αντίσταση, η ελληνική σημαία αντικαταστάθηκε στο Ρούπελ από τη ναζιστική μόνο όταν και ο τελευταίος έλληνας φαντάρος ήταν πια πολύ μακριά για να τη δει. Ο Δουράτσος μέτρησε 44 νεκρούς και 152 τραυματίες, υποχρεώνοντας τους Γερμανούς σε απώλειες 400 αντρών.
Όπως είπαμε, οι έλληνες οπλίτες πετούσαν τα όπλα τους στον Στρυμόνα ή τα έθαβαν σε κρυψώνες, μπας και χρειαστεί να τα ξαναπιάσουν αργότερα για να συνεχίσουν τον αγώνα. Έφυγαν από το Ρούπελ με το κεφάλι ψηλά, καθώς ήξεραν πως ήταν οι νικητές της μάχης που μαινόταν εκεί για τέσσερα μερόνυχτα.
Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε στο Ρούπελ παρά τους σφοδρούς βομβαρδισμούς από στεριά και αέρα ήταν το τηλεγράφημα που στάλθηκε στο ΓΕΣ: «Το ηθικόν των στρατιωτών υπέροχον. Τους βομβαρδισμούς και την κόλασιν πυρός υποδέχοντο με ζητωκραυγάς».
Πριν εγκαταλείψει το Ρούπελ, ο Δουράτσος έκαψε όλα τα απόρρητα έγγραφα και τους χάρτες με τις λεπτομέρειες της κατασκευής των οχυρών, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών. Όσο το έκανε αυτό, οι στρατιώτες του τον εκλιπαρούσαν να μην παραδώσει τα οχυρά!
Αναφέρεται χαρακτηριστικά για τη μέρα της παράδοσης: «Στην απέναντι όχθη του ποταμού υπάρχει ένας ένοπλος στρατιώτης. Δεν έχει παραδώσει το όπλο του και φωνάζει προς τους απέναντι οδηγούμενους στρατιώτες στην αιχμαλωσία: ‘‘Έλληνες, το βλέπετε τούτο δω;’’, δείχνοντάς τους το τουφέκιόν του. ‘‘Εγώ τούτο δω δεν το παραδίνω’’. Και το πέταξε μέσα στα ορμητικά νερά του ποταμού Στρυμόνα προκειμένου να μην πέσει στα χέρια του εχθρού»…
Κατοπινά χρόνια
Ο ταγματάρχης Δουράτσος τιμήθηκε εκτεταμένα για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα. Έλαβε το μετάλλιο της Νίκης Ευρωπαϊκού Πολέμου 1914-1918, το Αριστείο Ανδρείας Επιχειρήσεων Μικράς Ασίας, το Αριστείο Ανδρείας Επιχειρήσεων Οχυρών 1941, το Αριστείο Ανδρείας Επιχειρήσεων Οχυρού Ρούπελ, το μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας, το μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων Οχυρού Ρούπελ, το μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων Επιχειρήσεων 1941, τον Πολεμικό Σταυρό Γ’ Τάξεως, το παράσημο Φοίνικας Γεωργίου Β’ και τον Σταυρό Γεωργίου Α’.
Αποστρατεύθηκε στις 10 Μαΐου 1950 με τον βαθμό του υποστράτηγου. Μέχρι και τον θάνατό του στις 12 Νοεμβρίου 1981, έζησε κοντά στην οικογένεια του αδελφού του, Αντώνη, μιας και ο ίδιος δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ενταφιάστηκε με πλήρεις στρατιωτικές τιμές στο κοιμητήριο του καθολικού ναού Αγίου Λουκά στο Ηράκλειο της Αττικής. Τα οστά του φυλάσσονται στο καθολικό κοιμητήριο της εκκλησίας.
Με απόφαση της δημοτικής αρχής της Ερμούπολης Σύρου, η προτομή του στήθηκε σε περίοπτη θέση της κεντρικής πλατείας. Ανάλογη προτομή τοποθετήθηκε στην είσοδο του Μουσείου του Οχυρού Ρούπελ, που τόσο σφράγισε ο Δουράτσος το ιστορικό του χαρακτήρα του…