
Η Intel ανακοίνωσε την οριστική ακύρωση του μεγαλεπήβολου σχεδίου της για την κατασκευή εργοστασίου ημιαγωγών στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας, ένα project-μαμούθ ύψους 30 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα σοβαρό πλήγμα για τη γερμανική κυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να πείσει για την «αναγέννηση» του «οικονομικού χώρου Γερμανία».
Ένα προαναγγελθέν «τέλος» για ένα project-σύμβολο
Αν και η ανακοίνωση της Intel έγινε «σε στενό κύκλο», η ακύρωση ήταν, τρόπον τινά, προαναγγελθείσα όπως αναφέρει η DW . Ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο, η εταιρεία είχε ανακοινώσει προσωρινή αναβολή των σχεδίων για τις δύο μονάδες παραγωγής. Το αρχικό project θα δημιουργούσε τουλάχιστον 3.000 θέσεις εργασίας και είχε χαιρετιστεί πανηγυρικά από την κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς και τον Υπουργό Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ. Μάλιστα, είχε υποσχεθεί γενναιόδωρη κρατική επιδότηση ύψους 9,9 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό που, όπως σχολίασαν σαρκαστικά κάποιοι, ευτυχώς δεν εκταμιεύτηκε.
Η επένδυση της Intel θεωρήθηκε στρατηγικής σημασίας για τη μείωση της εξάρτησης της Γερμανίας, ιδίως της αυτοκινητοβιομηχανίας της, από ασιατικούς κατασκευαστές ημιαγωγών. Ωστόσο, η εταιρεία δηλώνει τώρα «αναπροσαρμογή σχεδίων», καθώς στο μέλλον σκοπεύει να επενδύει μόνο σε χώρες με υψηλή καταναλωτική ζήτηση – μια ασαφής δήλωση που αφήνει πολλά ερωτηματικά.
Η «μαύρη τρύπα» των επενδύσεων
Η απόφαση της Intel δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός. Την περασμένη Άνοιξη, μια άλλη αμερικανική εταιρεία στον χώρο των μικροτσίπ, η Wolfspeed, ακύρωσε τα σχέδιά της για ένα νέο εργοστάσιο στο Ζάαρλαντ, το οποίο θα επιχορηγούνταν με ομοσπονδιακά κονδύλια ύψους 515 εκατομμυρίων ευρώ.
Αυτές οι ακυρώσεις ενδεχομένως να σχετίζονται με τις απειλές του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλτ Τραμπ προς εταιρείες υψηλής τεχνολογίας που «ξενιτεύονται», όμως σε κάθε περίπτωση, αναδεικνύουν τη δυσκολία της Γερμανίας να προσελκύσει μεγάλες ξένες επενδύσεις.
Οι προηγούμενες δηλώσεις του Ρόμπερτ Χάμπεκ το καλοκαίρι του 2023, ότι «η Γερμανία αναδεικνύεται σε παγκόσμιο κέντρο κατασκευής τσιπ», ακούγονται πλέον σαν «κακόγουστο αστείο», όπως σχολιάζουν πολιτικοί αντίπαλοι. Η Χριστιανοδημοκράτης διάδοχός του, Κατερίνα Ράιχε, υπογραμμίζει με σχεδόν «χαιρέκακο» τόνο πως η τακτική των γενναιόδωρων κρατικών επιδοτήσεων, στην οποία επένδυσε πολλά η προηγούμενη κυβέρνηση, αποδείχτηκε λανθασμένη.
Οικονομική αβεβαιότητα και απουσία σχεδίου
Όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα σε ένα τοπίο αυξανόμενης αβεβαιότητας. Οι ανησυχίες για τις συνέπειες των πολιτικών του Τραμπ στις γερμανικές εξαγωγές, σε συνδυασμό με τις διαρκείς διαρροές για «μαύρες τρύπες» στα δημόσια οικονομικά σε βάθος τριετίας, προμηνύουν γενικότερες περικοπές των κρατικών δαπανών.
Ενώ η γερμανική οικονομία συνεχίζει να αγκομαχά, η σημερινή υπουργός επικρίνει την πολιτική επιδοτήσεων των προκατόχων της ως αποτυχημένη, όμως παραμένει ζητούμενο ένα δικό της σχέδιο για την τόνωση της οικονομίας. Η προσπάθεια να ξεκινήσει η ανόρθωση της γερμανικής οικονομίας «από το χτύπημα της ευζωίας των καλομαθημένων εργαζομένων», όπως εκφράζεται, δείχνει μάλλον έλλειψη φαντασίας και δεν πείθει απαραιτήτως ότι θα φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.