Η ματωμένη διαδρομή από τον Καρμάϊν Γκαλάντε και τον Πολ Καστελάνο μέχρι το χτύπημα στο Στάτεν Αϊλαντ που παραβίασε τους κώδικες τιμής της Κόζα Νόστρα
Εκείνη την Τετάρτη το βράδυ, ο Φρανκ Κάλι, το αφεντικό-«φάντασμα» της οικογένειας Γκαμπίνο χαλάρωνε στο σπίτι του, όταν άκουσε τον θόρυβο από σύγκρουση αυτοκινήτων έξω από την κατοικία του στο Τοντ Χιλ του Στάτεν Αϊλαντ.
Ήταν λίγο μετά τις 9 το βράδυ, το ημερολόγιο έδειχνε 13 Μαρτίου, ο «Νονός» βγήκε μόνος του έξω και είδε ένα μπλε πικ-απ να έχει πέσει πάνω στο αυτοκίνητό του. Ο οδηγός του είχε βγει έξω και ο Κάλι άρχισε να του φωνάζει για το πως κατάφερε να του στραπατσάρει το αυτοκίνητο, όμως η λογομαχία των δύο ανδρών δεν κράτησε πολύ. Όταν ο άγνωστος έβγαλε ένα πιστόλι ο μαφιόζος δεν προλαβε να κάνει τίποτε, αφού δεν υποψιαζόταν καν ότι ήταν στόχος, δεν οπλοφορούσε και ήξερε ότι στο σπίτι του δεν κινδύνευε.
Γνώριζε ότι η μαφία παραδοσιακά δεν σκοτώνει ποτέ κάποιον «στόχο» της έξω από το σπίτι του ή μέσα σε αυτό, εκεί που ζει με την γυναίκα του και τα παιδιά του για λόγους ηθικής, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό. Μόνο που το παιχνίδι στην δική του περίπτωση είχε πλέον αλλάξει…
Το τέλος ενός αθόρυβου μαφιόζου
Ο άγνωστος εκτελεστής τον πυροβόλησε δώδεκα φορές και έξι σφαίρες τον πέτυχαν στην περιοχή του στήθους, αφήνοντας τον ετοιμοθάνατο στο έδαφος.
Ο δολοφόνος του φεύγοντας φέρεται να τον πάτησε με το πικ-απ την ώρα που ο Κάλι σερνόταν για να χωθεί κάτω από το αυτοκίνητό του και έφυγε ανενόχλητος απο την γειτονιά. Λίγο αργότερα αργότερα ο Κάλι ξεψύχησε καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο από τα θανατηφόρα τραύματα και σε λίγες ώρες η είδηση του θανάτου του ήταν το πρώτο θέμα συζήτησης στους κύκλους της Μαφίας.
Μέχρι στιγμής κανείς δεν γνωρίζει ποιος ή ποιοι ήθελαν να βγάλουν από την μέση τον αρχηγό της οικογένειας Γκαμπίνο, μια από τις πολύ ισχυρές φαμίλιες της Αμερικάνικης Μαφίας. Κάποιοι ψιθυρίζουν ότι πίσω από το χτύπημα μπορεί να κρύβεται η οικογένεια Μπονάνο η οποία πέρυσι τον Οκτώβριο έχασε έναν από τους πιο στενούς συνεργάτες της, τον Σιλβέστερ Ζοτόλα. Ο τελευταίος πυροβολήθηκε τέσσερις φορές στο στήθος και μια φορά στο κεφάλι μέσα στο αυτοκίνητό του, καθώς περίμενε να πάρει την παραγγελία του από ένα McDonald’s στο Μπρονξ.
Κανείς δεν ξέρει αν ο κύκλος του αίματος που άνοιξε θα συνεχιστεί και ποιος θα είναι το επόμενο θύμα στους κύκλους της Μαφίας, η οποία εδώ και δεκαετίες έχει μάθει να λύνει τα όποια «προβλήματα» προκύπτουν με σφαίρες ή βόμβες, ακόμη κι αν πρόκειται για αρχηγούς και υπαρχηγούς. Ο Κάλι άφησε πίσω του μια σύζυγο που κατάγεται από την διαβόητη οικογένεια Ινζερίνο της Σικελίας, εκεί όπου ταξίδευε συχνά για δουλειές αλλά και να στρατολογήσει νέα μέλη και τα παιδιά του. Αυτά που έμαθαν με τον πιο σκληρό τρόπο ότι ο πατέρας τους ήταν ένας διαβόητος νονός της Μαφίας που υπήρξε άλλο ένα θύμα στον ακήρυχτο πόλεμο μέσα στους κόλπους της που καλά κρατεί εδώ και δεκαετίες.
Στις 12 Ιουλίου του 1979, η Νέα Υόρκη «έβραζε» αφού το θερμόμετρο κατά τόπους ξεπερνούσε τους 35 βαθμούς Κελσίου, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τον Καρμάϊν Γκαλάντε. Μαφιόζος παλαιάς κοπής, από αυτούς που δεν σπάνε ποτέ την ομερτά ακόμη και αν μείνουν χρόνια στη φυλακή, ο Γκαλάντε, αρχηγός της οικογένειας Μπονάνο πήγε να φάει στο Joe & Mary’s. Ήταν ένα φημισμένο Ιταλικό εστιατόριο στο Μπούσγουϊκ του Μπρούκλιν, το οποίο ανήκε σε μακρινό του ξάδερφο και το προτιμούσε γιατί σέρβιρε αυθεντικές Ιταλικές γεύσεις.
Μαζί με τρεις σωματοφύλακες ο Γκαλάντε μπήκε στο εστιατόριο και βγήκε στην μικρή αυλή που διέθετε για να τα πει με τον ξάδερφό του και να φάει.
Πέρασε μπροστά από έναν πανύψηλο άντρα που έτρωγε ένα σάντουιτς με κεφτεδάκια χωρίς να του δώσει καμία σημασία, αγνοώντας ότι ο συγκεκριμένος ήταν οπλισμένος με δύο περίστροφα και ήταν ένας απο τους εκτελεστές του. Λεγόταν Ρίτσαρντ Κουκλίνσκι. Ο Γκαλάντε απόλαυσε ψάρι με σαλάτα και παγωμένο λευκό κρασί και αμέσως μετά άναψε ένα από τα αγαπημένα του πούρα, συζητώντας με τον ξάδερφό του που θα έφευγε για διακοπές την επομένη στη Σικελία.
Δεν ανησύχησε ούτε όταν ένας από τους σωματοφύλακές του πήγε στην τουαλέτα και ένας άλλος για να τηλεφωνήσει, αγνοώντας ότι αυτό ήταν το σύνθημα.
Δύο άνδρες μπήκαν από την είσοδο της αυλής την ώρα που ο Κουκλίνσκι έβγαινε σε αυτή μέσα από το εστιατόριο, πυροβολώντας τον Γκαλάντε με τα δύο περίστροφα. Ο αρχηγός των Μπονάνο σωριάστηκε μέσα σε μια λίμνη αίματος, ενώ οι εκτελεστές του έφυγαν ανενόχλητοι, όπως και οι δύο σωματοφύλακες που τον είχαν προδώσει για να ζήσουν. Η φωτογραφία του απο ψηλά να κείτεται νεκρός με το πούρο στο στόμα παραμένει μια από τις πλέον εμβληματικές που τραβήχτηκαν στην ιστορία της Μαφίας.
Πολ Καστελλάνο: «Το χτύπημα του αιώνα»
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1985, ο Τζον Γκότι «έβραζε» από οργή. Η κόντρα του με τον αρχηγό της οικογένειας Γακμπίνο, Πολ Καστελάνο είχε φτάσει στα άκρα. Ο τελευταίος αγνοούσε παραδοσιακούς μαφιόζους σαν τον Γκότι τους οποίους δεν δεχόταν σπίτι του και μιλούσε μόνο με αρχηγούς, ενώ ήθελε να βγάλει προς τα έξω ένα άλλο προφίλ, αυτό του επιχειρηματία. Επίσης ήταν αντίθετος με το εμπόριο ναρκωτικών στο οποίο είχε πέσει με τα μούτρα ο Γκότι, ο οποίος σε ηχογραφημένες συνομιλίες μαζί με τον Άντζελο Ρουτζιέρο έλεγε πόσο πολύ ήθελε να δει νεκρό τον Καστελάνο.
Έχοντας την σιωπηλή έγκριση τριών από τις τέσσερις μεγάλες οικογένειες της Μαφίας, ο Τζον Γκότι έστησε την δολοφονία του αφεντικού του αριστοτεχνικά.
Επέλεξε τέσσερις εκτελεστές-ανάμεσά τους και ο διαβόητος Ρίτσαρντ Κουκλίνσκι-οι οποίοι πήραν εντολή να φοράνε παλτό και ένα συγκεκριμένο γούνινο ρώσικο καπέλο, ώστε να μην μπερδευτούν και πυροβολήσουν ο ένας τον άλλο. Ήταν το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου, όταν ο Πολ Καστελλάνο μαζί με τον υπαρχηγό του Τόμας Μπιλότι έφτασαν έξω από το φημισμένο steak house Sparks.
Mόλις άνοιξαν τις πόρτες για να βγουν έξι τουλάχιστον εκτελεστές με γούνινα σκουφιά ξεπρόβαλαν και άρχισαν να τους πυροβολούν συνέχεια αδειάζοντας τα όπλα τους. Ο Καστελλάνο έφαγε έξι σφαίρες-τη μια στο κεφάλι του-και ο Μπιλότι άλλες έξι, ενώ κανείς από τους δυο τους δεν οπλοφορούσε και τα πτώματα τους έμειναν εκεί για αρκετή ώρα, με τα στόματα ανοιχτά και την επιθανάτια αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
Άντζελο Μπρούνο: Ο νονός της Φιλαδέλφειας
Ήταν αρχές της άνοιξης του 1980 και ο αρχινονός της Φιλαδέλφειας Άντζελο Μπρούνο ένοιωθε πιο δυνατός από ποτέ, αφού ήλεγχε απόλυτα το εμπόριο της ηρωίνης, απαγορεύοντας στους δικούς του να πουλάνε. Προτμούσε να λειτουργεί πιο παραδοσιακά σαν μαφιόζος και απεχθανόταν την υπερβολική βία, γι’ αυτό και «εξόρισε» έναν από τους πιο βίαιους εκτελεστές του στο Ατλάντικ Σίτι. Αυτό που δεν υπολόγισε ήταν οι γκρίνιες των δικών του που έχαναν λεφτά από το εμπόριο ναρκωτικών, ενώ ο πιστός όπως τον θεωρούσε σύμβουλος του Αντόνιο Καπονίγκρο του έσκαβε ήδη τον λάκο.
Ο τελευταίος έδωσε την εντολή για την δολοφονία του νονού της Φιλαδέλφειας που έλαβε χώρα το βράδυ της της 21ης Μαρτίου του 1980, έξω από την πολυκατοικία όπου έμενε. Ο Μπρούνο είχε μπει στην θέση του συνοδηγού και περίμενε τον οδηγό του, όταν ένας άγνωστος εκτελεστής πλησίασε και τον πυροβόλησε από πίσω στο κεφάλι με κομμένο δίκαννο.
Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος, ο Μπρούνο ήταν με το στόμα ανοιχτό και το αίμα να τρέχει, όταν τον βρήκαν οι φωτογράφοι που αποθανάτισαν το ματωμένο ενσταντανέ. Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Καπονίγκρο εξαφανίστηκε από την Φιλαδέλφεια αρχικά και από προσώπου γης όπως αποδείχτηκε, αφού είχε διατάξει την εκτέλεση του Μπρούνο χωρίς να πάρει άδεια από την πανίσχυρη επιτροπή της Μαφίας την οποία αποτελούσαν οι νονοί των υπόλοιπων οικογενειών. Το πτώμα του βρέθηκε στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου στη Νέα Υόρκη μέσα σε ένα σάκο. Στο στόμα του και στον πρωκτό του βρέθηκαν σφηνωμένα τριακόσια δολάρια, σήμα κατατεθέν μιας μαφιόζικης εκτέλεσης και ο τρόπος με τον οποίο η Κόζα Νόστρα τιμωρεί την απληστία.