Για τον τελικό συμβιβασμό που θα στηρίζεται στο «σχέδιο Λε Μερ» για σύνδεση της εξυπηρέτησης του χρέους με την Ανάπτυξη, προετοιμάζονται πλέον στην κυβέρνηση, ενόψει του Eurogroup της Πέμπτης στο Λουξεμβούργο. Τις προσδοκίες της Αθήνας θα αναλύσει ο πρωθυπουργός στο υπουργικό συμβούλιο που συγκαλεί εκτάκτως στη 1 μετά το μεσημέρι σήμερα.
Χθες ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών παρουσίασε στον πρωθυπουργό το σχέδιό του για έναν ελαστικό μηχανισμό που θα συνδέει την Ανάπτυξη με τα πλεονάσματα και την εξυπηρέτηση του χρέους. Ο Μπρινό Λε Μερ παραδέχτηκε πως το ζήτημα είναι περίπλοκο και «θα χρειαστεί η βοήθεια της τύχης». Και επειδή η βοήθεια ενός θεού μόνον ίσως δεν θα ήταν αρκετή, οι κ.κ. Τσίπρας και Λε Μερ επικαλέστηκαν … ολόκληρο το ελληνικό Πάνθεον! «Είμαι βέβαιος με την αισιοδοξία που μας διέπει και την τύχη που θα μας δώσουν οι Έλληνες θεοί, ότι θα τα καταφέρουμε» ανέφερε ο Γάλλος υπουργός, για να συμπληρώσει ο Έλληνας πρωθυπουργός πως «είμαστε βέβαιοι για την εύνοια των θεών, πρέπει όμως να κάνουμε κι εμείς το καθήκον μας για να τους βοηθήσουμε».
Λύση – πασπαρτού
Το «γαλλικό κλειδί» που κομίζει ο κ.Λε Μερ με στόχο να «ξεκλειδώσει» την συμφωνία στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου, στηρίζεται στην ιδέα πως όσο υψηλότεροι θα είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (πάνω από 2%-2,4% που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα) τόσο η Αθήνα θα μπορεί να χαλαρώνει τους στόχους για πλεονάσματα.
Αυτό βολεύει και τους ευρωπαίους δανειστές και το Βερολίνο γιατί, με την υπόθεση πως η ελληνική οικονομία θα εκτιναχθεί σαν συμπιεσμένο ελατήριο και θα παρουσιάζει υπεραπόδοση για τα επόμενα χρόνια, τόσο λιγότερη θα είναι και η ελάφρυνση χρέους που θα απαιτείται να προσφέρουν οι εταίροι.
«Δεν είναι κάτι σταθερό, αλλά ο μηχανισμός αυτός θα μπορεί να τροποποιεί την πορεία εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους» εξήγησε μετά την επίσκεψη στο Μαξίμου ο κύριος Λε Μερ. Και φαίνεται πως η διατύπωση αυτή μπορεί να ικανοποιεί Αθήνα και δανειστές, για να βάλουν (προσωρινά) τέλος στην πολύμηνη διαμάχη για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και τα μέτρα ελάφρυνσης που απαιτεί το ΔΝΤ.
«Αν χρειαστεί» και από το 2018
Ωστόσο και μια τέτοια διατύπωση ακόμα, δεν είναι σίγουρο πως θα πείσει την ΕΚΤ και το ΔΝΤ να βάλουν την υπογραφή τους για την επιτυχία του ελληνικού προγράμματος.
«Πάγο» έβαλε χθες η ΕΚΤ δια του μέλους του Εκτελεστικού Συμβουλίου της, Μπενουά Κερέ, ο οποίος μιλώντας στο ειδησεογραφικό δίκτυο Bloomberg τόνισε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δρα ανεξάρτητα και ότι δεν θα γίνει μέρος πολιτικών συνδιαλλαγών στο Eurogroup. Άφησε ανοικτό δηλαδή να μη δώσει το πράσινο φως για ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα της Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE) αν δεν υπάρχει ουσιαστική λύση στο Eurogroup. Και χωρίς το «σήμα» από την ΕΚΤ, δεν είναι βέβαιον ότι η Αθήνα θα εξασφαλίσει το «πιστοποιητικό» που χρειάζεται για επιτυχή επιστροφή της στις αγορές ομολόγων. «Το Διοικητικό Συμβούλιο θα λάβει υπόψη ό,τι προκύψει από το Eurogroup και αυτό θα αξιολογηθεί με βάση τους κανονισμούς της ΕΚΤ. Είναι βέβαιο πως δεν θα γίνουμε μέρος του πολιτικού quid pro quo στο Εurogroup», τόνισε χαρακτηριστικά ο Μπενουά Κερέ.
Το ΔΝΤ από την άλλη, για να διευκολύνει τις καταστάσεις, μπορεί και να δεχτεί κατ’αρχήν μια τέτοια συμφωνία στο Eurogroup, αλλά με τον όρο να μη βάλει δικά του λεφτά στο ελληνικό πρόγραμμα πριν το 2018. Και αυτό είναι επίσης ένα κακό σήμα για τις αγορές.
Από την άλλη πάντως, η επίσημη ατζέντα του Eurogroup δεν δείχνει να παρακολουθεί την αισιοδοξία Λε Μερ και Τσίπρα, τουλάχιστον για τα ουσιαστικά και ακανθώδη ζητήματα της ελάφρυνσης του χρέους που έθετε ως προτεραιότητα μέχρι τώρα η Αθήνα.
Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, «το Eurogroup θα συνεχίσει τη συζήτηση για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της Ελλάδας» και η συζήτηση αυτή «θα περιλαμβάνει τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους της χώρας (πέραν του 2018) και τα πιθανά μέτρα για το χρέος τα οποία ενδεχομένως να προκύψουν, αν χρειαστεί, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος ως τα μέσα του 2018».
Οι «φράσεις– κλειδιά» δηλαδή που χρησιμοποιεί το Eurogroup είναι ότι «πιθανά» μέτρα «ενδεχομένως» να προκύψουν, «αν χρειαστεί» και μόνον μετά την «επιτυχή ολοκλήρωση» του 3ου προγράμματος. Δηλαδή, με πολλά εάν και εφόσον, οι αποφάσεις θα ληφθούν μετά τις Γερμανικές εκλογές του Οκτωβρίου ή και πολλούς μήνες αργότερα, ως τα μέσα του 2018.