Η ελληνική γλώσσα έχει την πιο μακρά ιστορία από τις ευρωπαϊκές γλώσσες, έχουν μάλιστα βρεθεί επιγραφές που χρονολογούνται από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ.
Κάθε λέξη με την πορεία της μέσα στο χρόνο μπορεί να επεκτείνει τη σημασία της ή, αντίθετα, να μικρύνει το σημασιολογικό της εύρος. Μπορεί, επίσης, μορφολογικά να χάσει κάποια από τα στοιχεία της ή να προσθέσει άλλα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι νέες σημασίες που έρχονται είναι λανθασμένες.
Για παράδειγμα, η λέξη «νερό» στην Αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε. Η αρχαία ελληνική λέξη για το νερό ήταν το «ύδωρ», που έχει μείνει σε πολλές λέξεις της νέας ελληνικής ως συνθετικό (υδραγωγείο, υδάτινος, υδατάνθρακας κ.α.).
Το νερό προέρχεται από το επίθετο «νεαρός». Στην ελληνιστική εποχή υπήρξε η έκφραση «νεαρόν ύδωρ», δηλαδή «φρέσκο νερό». Στην πορεία των χρόνων και ύστερα από διάφορες φωνητικές αλλαγές το «νεαρόν» έγινε «νερό» και το «ύδωρ» απαλείφθηκε.