Για το 2019, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, προκύπτει δημοσιονομικό κενό ύψους 0,6%.
«Για το 2019, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση τα διαθέσιμα μέχρι σήμερα δημοσιονομικά στοιχεία και υπό την προϋπόθεση της πλήρους εκτέλεσης του σκέλους των δαπανών του προϋπολογισμού, προκύπτει δημοσιονομικό κενό ύψους 0,6% του ΑΕΠ. Ειδικότερα, για το 2019 η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία είναι πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ (σε όρους ενισχυμένης εποπτείας)», αναφέρει χαρακτηριστικά στην Έκθεση για το Χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Και πώς απαντάει στα επιχειρήματα περί υπερπλεονασμάτων τα προηγούμενα χρόνια;
1) η περικοπή των δημόσιων επενδύσεων αποτελεί μόνιμο παράγοντα υπερακοντισμού του ετήσιου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα την τελευταία τριετία. Το γεγονός αυτό έχει συντελέσει αρνητικά στην αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, καθώς η ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων προκαλεί ισχυρά πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομία και διαμορφώνει εν πολλοίς την πορεία του δυνητικού προϊόντος
2) η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου που παρατηρείται τα τελευταία έτη, αν και συμβάλλει στη συγκράτηση του δημόσιου χρέους, ασκεί αρνητική επίδραση στην πραγματική οικονομία. Και τούτο διότι η μεγαλύτερη από την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία μάλιστα συντελείται κυρίως με αύξηση των φόρων και υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, έχει ως αποτέλεσμα να αντλούνται σημαντικοί πόροι από την παραγωγική διαδικασία ενώ ταυτόχρονα περιορίζεται η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών.
Η ΤτΕ δεν συμμερίζεται, επίσης, τις προβλέψεις του οικονομικού επιτελείου για ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2%, εκτιμώντας ότι το ΑΕΠ θα κινηθεί στα περσινά επίπεδα του 1,9% και μάλιστα βάζοντας αστερίσκους: το τρέχον μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, που βασίζεται κυρίως στην υψηλή φορολογία, τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού, που μεσοπρόθεσμα θα επιδράσει αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα της χώρας αν δεν συμβαδίσει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, και τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
Με χαμηλούς ρυθμούς η μείωση των «κόκκινων» δανείων
Ειδικά όσον αφορά στην τροχοπέδη των «προβληματικών» δανείων, η ΤτΕ σημειώνει ότι μειώθηκαν το 2018 στο 45,4% του συνολικού χαρτοφυλακίου (ή σε 81,8 δισεκ. ευρώ), έναντι ποσοστού 47,2% ή 94,4 δισεκ. ευρώ το 2017, ωστόσο αυτή η μείωση από μόνη της δεν είναι αρκετή, επιβάλλοντας την ενεργοποίηση ειδικών σχεδίων, όπως αυτό που έχει δημοσιοποιήσει προ πολλού η ΤτΕ.
Τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) συνέχισαν την πτωτική τους πορεία κατά τη διάρκεια του 2018 και ανήλθαν σε 17,6 δισεκ. ευρώ (22% των ΜΕΔ), σημειώνοντας μείωση κατά 18,7% σε σχέση με το τέλος του 2017 (21,7 δισεκ. ευρώ). Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνεται ότι το 67,2% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια διαμορφώνεται σε 73,6% και για τα επιχειρηματικά σε 65,7%, ενώ για τα καταναλωτικά δάνεια τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου το ποσοστό διαμορφώνεται σε 70,1%.
Πολύ υψηλά ποσοστά Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια καταγράφονται στους κλάδους της εστίασης (64,5%), των τηλεπικοινωνιών, της πληροφορικής και ενημέρωσης (57,9%), των αγροτικών δραστηριοτήτων (47,4%), των κατασκευών (45,9%) και της μεταποίησης (41,2%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται ενδεικτικά στους κλάδους της ενέργειας (3,0%) και των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (16,3%). Συνεχίζει να προβληματίζει το γεγονός ότι ο κλάδος του τουρισμού παρουσιάζει υψηλό ποσοστό ΜΕΔ (35,2%), παρά τον εξωστρεφή χαρακτήρα και την ανοδική του πορεία και τη διευρυνόμενη συμβολή του στο ΑΕΠ.