O Θεοφύλακτος καταγόταν από την Ανατολή κι έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα Δ’. Λόγω της ευρύτατης παιδείας του και προς συνέχιση των σπουδών του, έφθασε στη Κωνσταντινούπολη, όπου γρήγορα απέκτησε φήμη σοφού και δημιούργησε φιλικές σχέσεις με ανώτερους κρατικούς λειτουργούς και αξιωματούχους, καθώς και με τον μετέπειτα πατριάρχη Ταράσιο.
Όταν το 784 εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Ταράσιος προέτρεψε τον Θεοφύλακτο κι έγινε μοναχός σε κάποιο μοναστήρι στον Εύξεινο Πόντο. Λίγο αργότερα εξελέγη επίσκοπος Νικομήδειας. Από τη θέση αυτή, ο Θεοφύλακτος διέπρεψε σε έργα εκκλησιαστικής και κοινωνικής πρόνοιας και ευποιΐας. Έκτισε ναούς, νοσοκομεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία και δημιούργησε ταμεία για τις άπορες χήρες και τα ορφανά. Έδινε δε, ο ίδιος το παράδειγμα της διακονίας, επισκεπτόμενος συχνά και περιποιούμενος προσωπικά τους πάσχοντες αδελφούς του.
Επί βασιλείας Λέοντος Ε’, όταν αναζωπυρώθηκε ο αγώνας των εικονομάχων και ξεκίνησε νέος διωγμός κατά των εικονολατρών χριστιανών, ο Θεοφύλακτος καταδικάστηκε σε εξορία, μαζί και με άλλους αρχιερείς και πιστούς. Το 840 παρέδωσε το πνεύμα του.