Οι δύο Ηλείοι Νεομάρτυρες Ιερέας Χρίστος και ο δημογέροντας Πανάγος μαρτύρησαν κατά την Τουρκοκρατία. Ενώ προέρχονταν από γονείς που είχαν αλλαξοπιστήσει, λόγω διωγμών και πιέσεων, οι ίδιοι ήταν ενάρετοι, ζώντας σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Ένεκα της εκτίμησης των συμπατριωτών τους, ο Πανάγος αναδείχθηκε ανάμεσα στους άρχοντες της Γαστούνης, ενώ ο Χρίστος χειροτονήθηκε ιερέας στην Πάτρα.
Κατά το έτος 1715 μ.Χ., οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε λεηλασίες και σφαγές εκείνων που δε δέχονταν να προσκυνήσουν το Ισλάμ. Ο Πανάγος κλήθηκε από το διοικητή της περιοχής «να αρνηθή την ευσέβειαν». Ο Άγιος απάντησε ότι «ετράφη χριστιανός και ο Χριστός ήταν η πνοή του, καύχημα και αγαλλίασις». Γι’ αυτό αδυνατούσε να υπακούσει. Αν και ο πασάς, που τον αγαπούσε, τον συμβούλευσε να διαφύγει στην Κέρκυρα, εντούτοις παρέμεινε και πάλι πιεζόμενος να αποδεχθεί το Μωαμεθανισμό, άλλως τον περίμεναν στερήσεις, δήμευση της περιουσίας του και τέλος ο δια ξίφους θάνατος.
Το μαρτύριο συντελέστηκε την 1η Μαρτίου το έτος 1716. Μετά από τέσσερις ημέρες παρέλαβαν το ιερό του Λείψανο οι πιστοί και το ενταφίασαν στο ναό του Αγίου Νικολάου Γαστούνης.
Ο δεύτερος Νεομάρτυρας, «ο θαυμάσιος Χρίστος», συνελήφθη και ενώπιον των δημίων ομολόγησε δημόσια την πίστη του στο Χριστό, λέγοντάς τους: «Χριστιανός ήμουν και είμαι και τον Χριστόν σέβομαι συν τω Πατρί και Αγίω Πνεύματι». Οι λόγοι του «ετάραξαν τους ασεβείς» και χωρίς αργοπορία πρόσταξαν να τον αποκεφαλίσουν. Ο ιερεύς του Κυρίου έκλινε γόνυ και φονεύθηκε δια ξίφους, έμεινε δε άταφος επί τέσσερις ημέρες. Ετάφη κι αυτός στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου Γαστούνης. Ήταν 9 Μαρτίου το 1716, το ίδιο έτος με το μαρτύριο του Αγίου Πανάγου.
Με αυτό το πνεύμα των Μαρτύρων της Πίστεως και αυτή την εσωτερική διάθεση ο Χριστιανός πορεύεται προς την εν Χριστώ σωτηρία, εξοπλισμένος με τα εφόδια της πνευματικής πορείας προς το Πάσχα μέσω των αγιαστικών πράξεων της Εκκλησίας με σιωπή, νήψη και προσευχή.
Σήμερα η Εκκλησία τιμά τη μνήμη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Οι Άγιοι Σαράντα μάρτυρες ήταν στρατιώτες στο τάγμα του Λικινίου. Συνελήφθησαν, γιατί με παρρησία διακήρυτταν την ακλόνητη Ορθόδοξη Πίστη. Οδηγήθηκαν στον έπαρχο Αγρικόλα, ο οποίος στην αρχή επαίνεσε τη στρατιωτική τους αξία και τιμή και κατόπιν τους υποσχέθηκε αξιώματα και πλούσιες αμοιβές, εάν αρνούνταν την πίστη τους και θυσίαζαν στα είδωλα. Παρά τις πιέσεις, οι Άγιοι εξακολούθησαν με γενναιότητα και παρρησία να ομολογούν την πίστη τους στο Χριστό.
Όταν όμως ο έπαρχος κατάλαβε ότι ματαιοπονεί, διέταξε να τους βασανίσουν και να τους ρίξουν στα παγωμένα νερά της λίμνης στη Σεβάστεια. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου, ένας μόνο λιγοψύχησε και εγκατέλειψε τη λίμνη. Τη θέση του αμέσως πήρε ένας από τους φρουρούς, ο οποίος είδε τους στεφάνους της αγιότητος πάνω από τα κεφάλια των Μαρτύρων. Ομολόγησε δημόσια κι εκείνος το Χριστό, αφού μπήκε στη λίμνη μαζί με τούς άλλους 39, λαμβάνοντας το στεφάνι της τιμής του μαρτυρίου.
Εκκλησίες των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στην Φασούλα, παρεκκλήσι στην Τάλα και την κατεχόμενη Τύμβου.