Ο Άγιος Κελεστίνος, που επίσης εορτάζουμε σήμερα, γεννήθηκε στη Ρώμη. Από νεαρή ηλικία, ως διάκονος, διακρίθηκε για την ευσέβεια, το ορθόδοξο φρόνημα, τη μόρφωση και το θερμό ζήλο στην εκτέλεση των καθηκόντων του, πάντοτε με αγάπη και διάκριση. Για τις αρετές του αυτές, μετά το θάνατο του Πάπα Βονιφάτιου το 422, ανήλθε στο θρόνο της παλαιάς Ρώμης ως Πάπας, δηλ. Πατέρας Πατέρων.
Πρώτο του μέλημα ήταν η παρέμβασή του για την εφαρμογή των Ι. Κανόνων στην εκλογή των επισκόπων. Παροιμιώδης ήταν η πολεμική του εναντίον των αιρέσεων. Εργάσθηκε για την αναίρεση των κακοδοξιών του Πελαγιανισμού στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ συγχρόνως η ιεραποστολική του προσπάθεια στην Ιρλανδία στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Απέστειλε επίσης αντιπροσωπεία στη συγκληθείσα Γ΄ Οικουμενική σύνοδο στην Έφεσο το 431, η οποία καταδίκασε την πλάνη του Νεστορίου σχετικά με τη θεολογία της Εκκλησίας για το πρόσωπο της Μητέρας του Θεού.
Να υπενθυμίσουμε ότι η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος με τον 8ο Κανόνα της επαναβεβαίωσε το Αυτοκέφαλο της Αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου.
Επίσης, να σημειωθεί ότι στην Εκκλησία σήμερα το πρωί τελείται η Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, ενώ απόψε, μαζί με το Μικρό Απόδειπνο, ψάλλεται ολόκληρος ο Ακάθιστος Ύμνος προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο οποίος ξεκινά με το «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκε το χαίρε» και ολοκληρώνεται με το «Ω πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα των πάντων αγίων αγιώτατον Λόγον».
Ο Απόστολος Άγαβος, ο Προφήτης, είναι γνωστός από τις Πράξεις των Αποστόλων. Προφήτευσε περί της συλλήψεως του Αποστόλου Παύλου, του οποίου πήρε τη ζώνη και αφού έδεσε με αυτήν τα χέρια και τα πόδια του, είπε τα εξής προφητικά λόγια: «Αὐτὰ λέγει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸν ἄνδρα στὸν ὁποῖο ἀνήκει αὐτὴ ἡ ζώνη θὰ τὸν δέσουν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι, ἔτσι ὅπως εἶμαι τώρα ἐγὼ δεμένος καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στὰ χέρια τῶν εἰδωλολατρῶν Ρωμαίων». Ο ίδιος προφήτευσε και περί του μεγάλου λιμού στην Ιερουσαλήμ. Αργότερα ο Απόστολος Άγαβος κήρυξε το Ευαγγέλιο σε διάφορα μέρη και κοιμήθηκε ειρηνικά.
Ο Ακάθιστος Ύμνος
Ακάθιστος ύμνος ονομάζεται γενικά κάθε ορθόδοξος χριστιανικός ύμνος ο οποίος ψάλλεται από τους χριστιανούς πιστούς σε όρθια στάση. Έχει επικρατήσει όμως να λέγεται έτσι ένας ύμνος («Κοντάκιο») της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τιμήν της Θεοτόκου, γνωστός ως Τη Υπερμάχω Στρατηγώ, ο οποίος ψάλλεται στους ναούς τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε «οίκος» ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα).
Ο Ακάθιστος Ύμνος θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας. Είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας. Η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και πλουτίζεται από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Ο ύμνος αυτός ονομάζεται «Ακάθιστος» από την όρθια στάση που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Ολοι οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο και την ακολουθία της εορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος
Το έτος 626, και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος ηγείτο εκστρατείας του βυζαντινού στρατού κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδίως από τους Αβάρους. Γνωρίζοντας την απουσία του στρατού, οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου, ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή αρωγή, δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ αντεπίθεση των αμυνόμενων προξένησε τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
«Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».
Την 8η Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη ως τότε απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Άρα, μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε έτους. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει») με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα όμως με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και Μιχαήλ Γ΄ (860). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητος ποιό ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.
Συνθέτης
Ενώ είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο ύμνος ψαλλόταν ως ευχαριστήρια ωδή προς την «Υπέρμαχο Στρατηγό» του Βυζαντινού κράτους, εν τούτοις το πρόβλημα της σύνθεσης του Κοντακίου του Ακαθίστου Ύμνου παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα, καθώς οι μελετητές όχι μόνο δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο ποιος, πότε και γιατί συνέθεσε τον ύμνο αυτό, αλλά οι γνώμες τους εμφανίζουν και μεγάλες αποκλίσεις.
Το ποιος και το πότε βεβαίως είναι αλληλένδετα, αλλά σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, επομένως η χρονολογία σύγκλησής της, το 431, αποτελεί μία σταθερά (terminus post quem), καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν συνετέθη νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Η παράδοση όμως αποδίδει τον Ακάθιστο Ύμνο στον μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα, Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές (P. F. Krypiakiewicz, F. Doelger, H.-G. Beck, E. Wellesz, P. Maas, Σ. Ευστρατιάδης), οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στο Ρωμανό. Ένας άλλος ερευνητής, ο J. Grosdidier de Matons, θεωρεί ότι ένα κοντάκιο του Ρωμανού ακολουθεί τη μουσική και το μέτρο του α' οίκου του Ακαθίστου Ύμνου («Ἄγγελος πρωτοστάτης...»), πράγμα που κατ'αυτόν σημαίνει ότι ο Ρωμανός τουλάχιστον γνώριζε (αν δεν συνέγραψε ο ίδιος) τον Ύμνο. Τέλος, σε κώδικα του 13ου αιώνα υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα, η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του Ύμνου.
Πλην όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά μεταρωμανικά στοιχεία. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι, πλησίασε την γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι δε ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728, που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626, στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Εξ άλλου, υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου, οι οποίες έχουν κάποιες σοβαρές ενδείξεις. Η μία εκδοχή, η οποία υποστηρίζεται μεταξύ άλλων και από τον καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη και τον O. Bardenhewer, αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715-730), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της Πόλης από τους Άραβες το 718, επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου (Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano).
Η άλλη εκδοχή, που υποστηρίζεται μεταξύ άλλων από τον Θ. Δετοράκη, βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά το μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718, καθώς απεβίωσε το 752 ή 754.
Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις, θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο (K. Krumbacher, W. Christ, M. Paranikas, C. Del Grande και Αι. Χριστοφιλοπούλου), τον σύγχρονο με την πολιορκία Γεώργιο Πισίδη (J. M. Quercius), τον ιερό Φώτιο (Α. Παπαδόπουλος-Κεραμέας), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομηδείας Γεώργιο Σικελιώτη, κ.λ.π.
Βέβαιο είναι πάντως ότι σε κάθε ωδή του Κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, οι ειρμοί (το πρώτο τροπάριο) είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού, ενώ τα υπόλοιπα τροπάρια του Ιωσήφ του Υμνογράφου.
Δομή
Ο Ακάθιστος Ύμνος αποτελείται από 24 «οίκους» (στροφές), οι οποίοι είναι δύο ειδών. Οι περιττοί (Α-Γ-Ε...), που είναι εκτενέστεροι, αποτελούνται από δεκαοκτώ στίχους. Οι πέντε πρώτοι στίχοι περιλαμβάνουν τη διήγηση, οι δώδεκα επόμενοι αποτελούν τους χαιρετισμούς, οι οποίοι απευθύνονται προς την Θεοτόκο και ο δέκατος όγδοος είναι το εφύμνιο «Χαίρε νύμφη Ανύμφευτε». Οι άρτιοι (Β-Δ-Ζ...) αποτελούνται μόνο από πέντε στίχους διήγησης και το εφύμνιο «Αλληλούια». Από τους άρτιους οίκους, οι περισσότεροι αναφέρονται στο Χριστό (Θ-Κ-Μ-Ξ-Π-Σ-Υ-Χ), και μερικοί στη Θεοτόκο (Β-Δ-Ζ-Ω).
«Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει,
ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη
ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀπειρογάμῳ·
ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τούς οὐρανούς
χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί·
ὅν καί βλέπων ἐν μήτρᾳ σου,
λαβόντα δούλου μορφήν,
ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι·
Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε».
Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος αναφερόταν και στο αρχικό του προοίμιο («Τό προσταχθέν μυστικῶς...»). Με πηγές του την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Ακάθιστος Ύμνος περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Ο πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου[10].
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.
Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).