Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης γεννήθηκε το 1901 μ.Χ. στην Αργυρούπολη του Πόντου. Έμεινε ορφανός από μικρός. Προσευχόταν συνεχώς και σε ηλικία επτά χρονών πήγε να προσκυνήσει στην Παναγία του Σουμελά. Παρέμεινε εκεί ως δόκιμος Μοναχός και όταν το 1919 ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, έγινε μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε Διάκονος. Λόγω του διωγμού κατά των Ρωμιών, κατέφυγε στη Γεωργία.
Τις τραγικές ημέρες του διωγμού της Εκκλησίας στη Γεωργία από το καθεστώς, ο νεαρός διάκονος συνελήφθη ως «ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ», υπέστη φυλακίσεις, ευτελισμούς και δημόσιες διαπομπεύσεις. Καταδικάσθηκε μάλιστα σε θάνατο και τουφεκίστηκε, αλλά διεσώθη θαυματουργικά!
Αργότερα, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και έλαβε το διακόνημα του Πνευματικού, ενώ το 1929 ήρθε μετά από πολλές περιπέτειες στη Σίψα (στο συνοικισμό των Ταξιαρχών Δράμας), όπου έζησε τα υπόλοιπα τριάντα χρόνια της ζωής του, εκτοπισμένος από την πατρώα γη, όπως και οι άλλοι Πόντιοι αδελφοί.
Καταδικάσθηκε εκ νέου σε θάνατο το 1941 από τους Βουλγάρους, αλλά και πάλι σώθηκε θαυματουργικά, για να συνεχίσει με υπομονή και ταπείνωση την οσιακή του εν Χριστώ ζωή μέχρι την ημέρα της κοίμησης του, στις 4 Νοεμβρίου 1959. Η διαπίστωση και διακήρυξη της Αγιότητάς του έγινε το 2008.
Μέσα από το βίο των Αγίων, εξάγεται για ακόμη μια φορά το αισιόδοξο μήνυμα, για τη δική μας ωφέλεια, ότι η Αγία μας Εκκλησία γεννά Αγίους σε κάθε εποχή, ανεξάρτητα από το κοινωνικό, οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδό τους. Πρόκειται για ανθρώπους της καθημερινότητας που καταξιώνονται στη συνείδηση των πιστών, διότι χειραγωγεί την Εκκλησία το Πανάγιο Πνεύμα, ως η ταμειούχος της Θείας Χάριτος.
Ο Όσιος Ιωαννίκιος ο εν Ολύμπω, ο μεγάλος, γεννήθηκε στη Βιθυνία από γονείς ευσεβείς. Συστρατεύτηκε στους αγώνες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά των Βουλγάρων και δε δέχτηκε τις τιμές που του πρόσφεραν ως άριστος και σπουδαίος στρατιώτης που ήταν, αλλά προτίμησε να ακολουθήσει το μοναστικό βίο και να καρεί μοναχός.
Στο όρος Όλυμπος γνώρισε δυο μοναχούς, οι οποίοι τον βοήθησαν πνευματικά και του έδωσαν την ευλογία να προχωρήσει στην αγγελική ζωή της απόλυτης αφοσίωσης στο Νυμφίο Χριστό. Από όσους ύμνους έμαθε, συνήθιζε να ψέλνει το δικό του ύμνο, που συνέθεσε μέσα από τη μοναχική του εμπειρία: «Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Χριστός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον».
Αναχώρησε για την άνω Ιερουσαλήμ σε μεγάλη ηλικία και αξιώθηκε να βιώσει οσιακό τέλος.
Οι Άγιοι Νίκανδρος και Ερμαίος ήταν μαθητές του Αποστόλου Τίτου, συνεργάτη του αποστόλου Παύλου και πρώτου Ιεράρχου της Κρήτης. Κήρυτταν το Ευαγγέλιο με ένθεο ζήλο και αφοσίωση. Με το ζωντανό κήρυγμά τους οδήγησαν πολλούς ειδωλολάτρες στον Ιησού και την Εκκλησία. Γι’ αυτό το λόγο καταγγέλθηκαν στον άρχοντα της πόλης, το Λιβάνιο. Παρουσιάστηκαν μπροστά του και με θάρρος κήρυξαν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο Λιβάνιος, εξοργισμένος, διέταξε το φρικτό βασανισμό τους. Με τη βοήθεια όμως της Θείας Χάριτος, οι Άγιοι θεραπεύτηκαν. Το θαύμα αυτό εξόργισε περισσότερο τον άρχοντα. Διέταξε λοιπόν να τους βασανίσουν πιο σκληρά και να τους ενταφιάσουν ζωντανούς. Με αυτό το μαρτυρικό τρόπο παρέδωσαν το πνεύμα τους.