Ο Απόστολος Πέτρος, παιδί ψαρά από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και αδελφός του πρωτόκλητου Ανδρέα, ζούσε μια δύσκολη ζωή και είχε ως μοναδική περιουσία τα αλιευτικά του εργαλεία. Η αγνότητα της ψυχής, η ευθύτητα του χαρακτήρα, η αποφασιστικότητα και η αφοσίωσή του στην πατρική πίστη ήταν οι προϋποθέσεις για να γίνει εκλεκτός Απόστολος του Χριστού. «Ευθέως», όπως λέγει ο ευαγγελιστής, αυτός και ο αδελφός του εγκατέλειψαν τα δίκτυα και τον πατέρα τους, για να ακολουθήσουν τον Χριστό (Ματθ. 4, 20), που υποσχέθηκε να τους κάνει «αλιείς ανθρώπων».
Η μεγάλη αφοσίωση του Πέτρου προς το Διδάσκαλό του φαίνεται όταν τολμά να περπατήσει πάνω στη θάλασσα, όταν προσπαθεί να εμποδίσει τους στρατιώτες που πήγαν να Τον συλλάβουν, ακόμη κι όταν Τον αρνείται τρις, αλλά μετανοεί και κλαίει πικρά (Λουκ. 22,62). Τρέχει μαζί με τον Ιωάννη και εισέρχεται πρώτος στον τάφο του Ιησού, όταν πληροφορείται το γεγονός της Ανάστασης από τις Μυροφόρες γυναίκες και, εκ μέρους όλων των Αποστόλων, κηρύττει στα πλήθη κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.
Η ιεραποστολική του δράση ξεκίνησε από την Ιουδαία και επεκτάθηκε στην Αντιόχεια και άλλα μέρη της Ασίας.
Στην ορθόδοξη παράδοση δεν υπάρχουν πληροφορίες για το τέλος του μεγάλου αυτού Αποστόλου. Διατηρείται η άποψη ότι γέρος και κατάκοπος Απ. Πέτρος βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην Αντιόχεια.
Δύο από τις συνολικά επτά καθολικές επιστολές της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν από τον Απόστολο Πέτρο.
Ο Απόστολος Παύλος ήταν αρχικά διώκτης του Χριστιανισμού και δεν ανήκε στον κύκλο των δώδεκα μαθητών του Χριστού. Γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας από εύπορους γονείς, γύρω στο 10 μ.Χ., έλαβε άρτια ελληνική μόρφωση και έγινε φανατικός τηρητής του νόμου και εκλεκτό μέλος της θρησκευτικής ομάδας των Φαρισαίων. Η ένταξή του στην Εκκλησία έγινε με θαυμαστό τρόπο, όταν πήγαινε προς τη Δαμασκό, για να συλλάβει τους Χριστιανούς.
Μετά τη βάπτισή του, έζησε ασκητικά για μια τριετία και ύστερα, με κέντρο την Αντιόχεια, και καθοδηγητή αρχικά και μετέπειτα συνοδό τον Απόστολο Βαρνάβα, ξεκίνησε τις περιοδείες του επισκεπτόμενος πρώτα την Κύπρο το 45 μ.Χ. Ο Παύλος, μαζί με τους Βαρνάβα και Ιωάννη το μετέπειτα Ευαγγελιστή Μάρκο, διέρχεται όλη τη νήσο, κηρύσσει, βαπτίζει τα νέα μέλη της Εκκλησίας και πρωτίστως οι Απόστολοι χειροτονούν κατά τόπους Επισκόπους και Πρεσβυτέρους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λουκά στις Πράξεις των Αποστόλων, ο Σαύλος ονομάζεται για πρώτη φορά Παύλος στην Πάφο το 46 μ.Χ. Εκεί, έχουμε και τον εκχριστιανισμό του πρώτου Ρωμαίου αξιωματούχου, του Διοικητή της Κύπρου, του Ανθύπατου Σέργιου Παύλου. Το ιστορικό αυτό γεγονός αναδεικνύει τη νήσο μας πύλη της Ευρώπης προς Ανατολάς και είσοδο της Ανατολής προς την Ευρώπη.
Απόστολος των εθνών και διδάσκαλος της οικουμένης και «πρώτος μετά τον Ένα», το Χριστό, ονομάστηκε ο Παύλος. Στις τέσσερις περιοδείες του ίδρυσε τοπικές εκκλησίες (χειροτονώντας κατά τόπους Επισκόπους) από την Παλαιστίνη μέχρι τη Ρώμη, απευθύνοντας σ’ αυτές τις δεκατέσσερις επιστολές του, που περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη. Στη διάδοση του λόγου του Θεού χρησιμοποίησε ως εργαλείο την ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία και διακήρυξε την απελευθέρωση από την αμαρτία, από τη δουλεία και από την καταδυνάστευση του Μωσαϊκού νόμου. Υπέφερε φυλακίσεις, ραβδισμούς, λιθοβολισμούς, ναυάγια, συκοφαντίες από Ιουδαίους και εθνικούς και κάθε είδους διώξεις. Τελικά μιμήθηκε τον Ιησού μέχρι τέλους, με το να γίνει μάρτυρας της Εκκλησίας κατά το διωγμό του Νέρωνα στη Ρώμη.
Οι Άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος παραμένουν σταθερό παράδειγμα αδελφικής αγάπης και αληθινής ενότητας στη ζωή της Αγίας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σήμερα πανηγυρίζουν μεταξύ άλλων Εκκλησιών της νήσου μας ο Απ. Παύλος στον ημικατεχόμενο Δήμο Αγίου Δομετίου, η ομώνυμη κοινότητα Αγίου Παύλου Λεμεσού, οι ναοί των Αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου στην Πάφου και των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στην Αυγόρου.
Απόψε τελείται Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός στη Βασιλική του Απ. Παύλου, όπου η Παναγία Χρυσοπολίτισσα (Εκκλησία της Αγίας Κυριακής) στην Πάφο.