Ο Άγιος Θεόδοτος, Επίσκοπος Κυρηνείας, έζησε στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, όταν η ειδωλολατρία είχε εξαπολύσει διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Με το μεγάλο ζήλο του υπέρ της χριστιανικής πίστης, προκάλεσε την οργή του ηγεμόνα Σαβίνου, ο οποίος τον συνέλαβε και προσπάθησε να τον πείσει ν’ αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό.
Ο Θεόδοτος όχι μόνο δεν αρνήθηκε την πίστη του, αλλά και μίλησε θαρραλέα στον ηγεμόνα κατά της ειδωλολατρικής πλάνης, και τον εξόρκισε ν’ αρνηθεί τους ψεύτικους θεούς. Τότε, ο Σαβίνος με αλαζονεία κινούμενος τον συνέλαβε, βασάνισε σκληρά, και τον έριξε στη φυλακή.
Αργότερα, επί βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ελευθερώθηκε ο Ιεράρχης και συνέχισε με περισσότερο ζήλο και αγάπη το ποιμαντικό του έργο. Πέθανε αφήνοντας πλούσιο πνευματικό έργο.
Ο Κυρηνείας Θεόδοτος, με τη δράση και την προσωπικότητά του, τεκμηριώνει την ιστορική πορεία της Αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου μέσα στους αιώνες και παραδίδει ως παρακαταθήκη την πιστότητα και αγιότητα βίου στους επίγονούς του Ιεράρχες.
Κλειδί για όλα όσα ανθρώπινα συμβαίνουν στον κόσμο τούτο, όπως η παρατεταμένη περιπέτεια της πανδημίας, είναι η μετάνοια και η επιστροφή στην απέραντη αγάπη του Χριστού, παραμένοντας προσηλωμένοι στον Εσταυρωμένο Ιησού.
Να σημειωθεί ότι σήμερα, Τετάρτη μετά την Κυριακή της Απόκρεω, δεν τελείται Θεία Λειτουργία
Μνήμη του Αγίου Νικολάου Πλανά
Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς γεννήθηκε το 1851 στη Νάξο από ευσεβείς γονείς. Από πολύ μικρή ηλικία ένιωσε την κλήση προς την πνευματική ζωή, γι΄αυτό και βοηθούσε στο ιερό τον παππού του, τον ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό.
Σε ηλικία 19 χρονών ο Νικόλαος έχασε τον πατέρα του και μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του μετακομίζουν στην Αθήνα. Στις 28 Ιουλίου 1879 χειροτονείται διάκονος και στις 2 Μαρτίου 1884 ιερέας στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι. Σε ηλικία 28 χρονών παντρεύτηκε. Η πρεσβυτέρα του όμως κοιμήθηκε εν Κυρίω όταν ήρθε στον κόσμο το παιδί τους, ο Γιαννάκης.
Ο Άγιος Νικόλαος αγαπούσε πολύ τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία, γι΄αυτό και έμεινε στη συνείδηση της Εκκλησίας ως ο λειτουργικότερος ιερέας, ο οποίος από το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν στον ναό. Πάντοτε τελούσε τη Θεία Ευχαριστία πανηγυρικά, χωρίς βιασύνη και μάλιστα την παρέτεινε για πολλές ώρες για να ζήσει περισσότερο την πνευματική της απόλαυση. Μαρτυρίες πιστών που συμμετείχαν στις αγρυπνίες του, μεταξύ των οποίων ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, που έψαλλαν στο αναλόγιο, ομολογούν την αγία ιερατική του προσωπικότητα. Είχε μάθει να ζήσει με λίγα. Λίγο ψωμί και λίγα χόρτα του ήταν αρκετά για να περάσει την ημέρα.
Το 1932 κοιμήθηκε ειρηνικά μετά από ένα βίο που ήταν πρότυπο ταπείνωσης, απλότητας και ασκήσεως. Ανεδείχθη προστάτης των ορφανών και των πτωχών αλλά και των εγγάμων.
Το 1992 τα ιερά και θαυματουργά του λείψανα τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα και από τότε βρίσκονται στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού, όπου λειτούργησε για πολλά χρόνια. Τον ίδιο χρόνο η Εκκλησία ανακήρυξε επίσημα την αγιότητα του Αγίου Νικολάου Πλανά κατά την 135η Συνοδική Περίοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η μνήμη του τιμάται στις 2 Μαρτίου, ημέρα της κοιμήσεώς του, αλλά σε κάποιες περιοχές καθιερώθηκε η πρώτη Κυριακή του Μαρτίου ως ημέρα μνήμης αυτού.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τᾶς τοῦ πλάνου παγίδας ἐκφυγῶν, ἱερώτατε, ἀπλανῶς ἐπορεύθης διὰ βίου, πατὴρ ἠμῶν, Νικόλαε ἀοίδιμε Πλανᾶ, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, ἀγρυπνίαις καὶ νηστείαις, ἱερουργῶν ὁσίως τῷ Κυρίῳ σου. Ὅνπερ καθικετεύων ἐκτενῶς, Νάξιον ἱεράτευμα, πρέσβευε δωρηθῆναι καὶ ἠμὶν τὸ θεῖον ἔλεος.