Οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ έχουν αμίμητες στιγμές
Όταν η λασπολογία, η νοθεία και η βαρβαρότητα παίρνουν τον πρώτο λόγο δηλαδή και στέλνουν κάθε έννοια πολιτικού πολιτισμού στα αζήτητα της Ιστορίας.
Πολλοί πιστεύουν σήμερα ότι οι εκλογές του 2016 είναι οι πιο βρόμικες που είδαν ποτέ οι ΗΠΑ. Ρεαλιστικά μιλώντας, πλάκα κάνουν!
Όπως έχει δείξει εξάλλου η παγκόσμια πολιτική ιστορία, οι πολιτικοί δεν είχαν ποτέ πρόβλημα να χρησιμοποιήσουν αθέμιτες και, γιατί όχι, αντιδεοντολογικές στρατηγικές προκειμένου να βγουν νικητές…
Το μεγάλο debate των τρωκτικών
Ο Γουίλιαμ Χέιλ Τόμσον, περισσότερο γνωστός σήμερα ως «Μεγάλος Μπιλ», παραμένει ένας από τους πιο διεφθαρμένους πολιτικούς της αμερικανικής ιστορίας και αμφιβολίες εδώ δεν χωράνε. Βλέπετε ο τρεις φορές δήμαρχος του Σικάγου τα έπαιρνε από προσωπικότητες όπως ο Αλ Καπόνε και τα άλλα μεγαλοαφεντικά του υποκόσμου!
Ο Τόμσον κυβέρνησε το Σικάγο από το 1915-1923 (δύο θητείες), κατόπιν έκανε ένα διαλειμματάκι για να κοπάσουν τα σκάνδαλα για διαφθορά και το 1927 επέστρεψε δριμύτερος, αυτή τη φορά με βασικό (σκιώδη) χρηματοδότη τον Καπόνε, ο οποίος του έδωσε περισσότερα από 250.000 δολάρια (το 1927!) για την εκστρατεία του.
Ο Τόμσον αυτοχαρακτηρίστηκε κυνηγός του εγκλήματος και τιμωρός της διαφθοράς, αν και για τη Μαφία δεν θα έκανε τίποτα. Αντ’ αυτού, τα έβαλε με τον βασιλιά της Αγγλίας, Γεώργιο Ε’, λέγοντας πως θα του ρίξει μπουνιά στη μύτη αν πατούσε ποτέ το πόδι του στην πόλη του.
Η μεγαλύτερη στιγμή του βρόμικου αυτού πολιτικού ήταν όταν έβαλε απέναντι δύο ποντίκια εν είδει πολιτικού debate. Ο Ντιλ και ο Φρεντ, όπως έλεγαν τα τρωκτικά, συμβόλιζαν τους πολιτικούς του αντιπάλους και το κολπάκι αποδείχτηκε ακαταμάχητο στο εκλογικό κοινό. Κι έτσι ο «Μεγάλος Μπιλ» εκτελούσε την αψιμαχία των ποντικιών καθ’ όλη την προεκλογική του εκστρατεία…
Μανούλα, πού είναι ο πατερούλης;
Κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκλογών του 1884, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, Τζέιμς Μπλέιν, αντιμετώπιζε ήδη κατηγορίες για δωροδοκίες και πολιτικές χάρες με αντάλλαγμα μετρητό. Αντί να απαντήσει στα σκάνδαλα διαφθοράς, έκανε κάτι πιο δαιμόνιο: έβγαλε στη φόρα τα άπλυτα του αντιπάλου του, Γκρόβερ Κλίβελαντ.
Δέκα χρόνια πριν, ο Κλίβελαντ είχε μια σχέση με μια γυναίκα, η οποία κατέληξε στη γέννηση εξώγαμου παιδιού. Σύμφωνα με τον Κλίβελαντ, η Μαρία Χάλπιν διατηρούσε δεσμούς με διάφορους άντρες κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα τίνος ήταν το μωρό.
Παρά ταύτα, και μιας και ήταν ανύπαντρος, ο Κλίβελαντ ανέλαβε το μεγάλωμα του μικρού Όσκαρ, αν και οι περιπέτειές του δεν θα τέλειωναν εδώ. Η Χάπλιν τον κατηγόρησε κατόπιν ότι την είχε βιάσει και πως μετά τη γέννηση του παιδιού, την έκλεισε στο τρελοκομείο. Η στρατηγική των Ρεπουμπλικάνων ήταν να τον κάνουν να μοιάζει με «κοινό λιμπερτίνο», έναν άνθρωπο ακόλαστο δηλαδή χωρίς ηθικούς φραγμούς.
Παρά το γεγονός ότι, όπως έλεγαν οι υποστηρικτές του, ο Κλίβελαντ ήταν ένας μετρημένος άνθρωπος και η τύπισσα το μόνο που ήθελε ήταν λίγο εύκολο χρήμα. Τώρα ο Μπλέιν και οι οπαδοί του τραγουδούσαν εν χορώ το «Μαμά, πού είναι ο Μπαμπάς;».
Για να εισπράξουν λίγο αργότερα την απάντηση, όταν ο Κλίβελαντ στέφθηκε 22ος πρόεδρος των ΗΠΑ δηλαδή, «Πάει στον Λευκό Οίκο»!
Όταν το όνομα εξασφαλίζει εκλογικούς θριάμβους
Την ώρα που η οικογενειοκρατία δεν είναι ξένη στον τόπο μας, εδώ θα μιλήσουμε για κάτι ελαφρώς διαφορετικό: την εκμετάλλευση της απλής συνωνυμίας! Το όνομα Μπομ Κάσεϊ ήταν σταθερά στην πολιτική αρένα της Πενσιλβάνια για δεκαετίες. Ο πολιτικός είχε υπηρετήσει την πολιτεία από τη θέση του κυβερνήτη, του γερουσιαστή αργότερα και τελικά του γενικού ελεγκτή. Ο γιος του, Ρόμπερτ Κάσεϊ ο Νεότερος, είναι σήμερα ο γερουσιαστής της Πενσιλβάνια.
Ήταν το 1976 όταν ο Μπομπ Κάσεϊ ο Πρεσβύτερος ολοκλήρωσε τη δεύτερη θητεία του ως γενικός ελεγκτής. Κι έτσι όταν ξανακατέβηκε στην πολιτική αρένα διεκδικώντας άλλο πολιτειακό αξίωμα, κέρδισε με μεγάλη ευκολία. Το μόνο πρόβλημα; Ότι ήταν διαφορετικός Μπομπ Κάσεϊ!
Ο «σφετεριστής» δεν έκανε μάλιστα καν προεκλογική εκστρατεία, δαπανώντας για τον αγώνα του λιγότερα από 1.000 δολάρια. Ήταν η συνωνυμία που του εξασφάλισε την εκλογή, γι’ αυτό και στην επόμενη μάχη η εκστρατεία των αντίπαλων Ρεπουμπλικάνων περιστράφηκε αποκλειστικά γύρω από αυτό: «Ο Κάσεϊ δεν είναι ο Κάσεϊ», ενημέρωσε το κοινό της Πενσιλβάνια ο πολιτικός του αντίπαλος και πήρε τελικά τις εκλογές.
Όχι ότι τέλειωσαν οι περιπέτειες με τις συνωνυμίες, καθώς μόλις δύο χρόνια αργότερα ένας τρίτος Μπομπ Κάσεϊ κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών για κυβερνήτης της πολιτείας ακολουθώντας το ίδιο ακριβώς μοτίβο. Ξανά χωρίς να εμφανιστεί πουθενά φωτογραφία του, ο νέος Μπομπ Κάσεϊ δεν έκανε και πάλι πολιτικό αγώνα, παίρνοντας εύκολη νίκη.
Γι’ αυτό και όταν ο αυθεντικός Κάσεϊ ξανάγινε κυβερνήτης το 1986, φρόντισε να τονίσει στην εκστρατεία του πως ήταν «ο πραγματικός Μπομπ Κάσεϊ» και να γεμίσει την πολιτεία με τη φωτογραφία του…
Ο βασιλιάς της λάσπης
Όταν μιλάμε για επαγγελματισμό στη λασπολογία, κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τον Λίντον Τζόνσον. Κατά τις προεδρικές εκλογές του 1964, ο Τζόνσον είχε συστήσει μια ομάδα από υπαλλήλους του Λευκού Οίκου («Λέσχη των 5:00») με σκοπό να κηλιδώσει τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, Μπάρι Γκολντγουότερ.
Ο δρόμος που ακολούθησε η λασπολογία του Τζόνσον ήταν να απεικονίσει τον αντίπαλό του ως επικίνδυνο εξτρεμιστή που ήθελε να βάλει τη χώρα σε πυρηνικές περιπέτειες με την ΕΣΣΔ. Τι έκανε; Οργάνωσε μια εντελώς αντιδεοντολογική και κατευθυνόμενη έρευνα με περισσότερους από χίλιους ψυχιάτρους, οι οποίοι χαρακτήριζαν τον Γκολντγουότερ ψυχολογικά ασταθή και επικίνδυνο για ένα τέτοιο αξίωμα!
Η «έρευνα» αποδείχτηκε φυσικά ακαταμάχητη, αν και ο Τζόνσον δεν έμεινε εκεί. Η πιο πετυχημένη στρατηγική λάσπης ήταν μια πολιτική διαφήμιση κατά του αντιπάλου του («Μαργαρίτα» την ονόμασαν), η οποία έτρεξε μάλιστα μόλις μία φορά. Είχε όμως κολοσσιαίο αντίκτυπο στο κοινό. Έδειχνε ένα μικρό κορίτσι που μαδούσε μια μαργαρίτα μετρώντας τα πέταλα. Όταν όμως η καταμέτρηση άγγιξε τον αριθμό 9, η παιδική φωνή άλλαξε σε ενήλικη που τώρα μετρούσε τα νούμερα σαν αντίστροφη μέτρηση.
Η διαφήμιση τέλειωσε με το πυρηνικό «μανιτάρι» να αντανακλάται στα παιδικά ματάκια, όταν η φωνή έφτασε στο μηδέν. Φτηνή και «κιτρινιάρικη», έκανε τη δουλειά της και με το παραπάνω…
Η δίγαμη και ο μοιχός
Οι αμερικανοί εκλογολόγοι χαρακτηρίζουν διαχρονικά την προεκλογική μάχη του 1828 μεταξύ Τζον Κουίνσι Άνταμς και Άντριου Τζάκσον ως την πιο βρόμικη στα χρονικά των ΗΠΑ. Κι αυτό γιατί η εκστρατεία του Άνταμς περιστράφηκε σχεδόν αποκλειστικά γύρω από την προσωπική ζωή της συζύγου του αντιπάλου του, Ρέιτσελ Τζάκσον, η οποία ήταν παλιότερα παντρεμένη με έναν άντρα από το Κεντάκι.
Η Τζάκσον είχε ζητήσει διαζύγιο, δεν ήξερε όμως ότι οι δικαστικές περιπέτειες δεν είχαν ολοκληρωθεί ακόμα την εποχή που παντρεύτηκε τον Άντριου. Παρά το γεγονός ότι το διαδικαστικό θέμα τακτοποιήθηκε αργότερα, ο Άνταμς είπε να το επαναφέρει κατά την προεκλογική περίοδο στον πιο βρόμικο πόλεμο λάσπης που είδε ποτέ η Αμερική.
Ο Άνταμς φώναζε «δίγαμη» τη Ρέιτσελ και «μοιχό» τον άντρα της, κατηγορώντας τον ότι είχε κλείσει ένα ευτυχισμένο σπιτικό. Παρά το γεγονός ότι ο Τζάκσον κέρδισε την αναμέτρηση, η σύζυγος πέθανε πριν την ορκωμοσία του. Γι’ αυτό και ο ίδιος κατηγορούσε διαχρονικά τους πολιτικούς του εχθρούς για τον θάνατό της…