Να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους ως προς τη μετεγκατάσταση των αιτούντων άσυλο από την Ελλάδα και την Ιταλία, καλεί τις χώρες της ΕΕ το Ευρωκοινοβούλιο, με ψήφισμα που υιοθέτησε σήμερα.
Στο ψήφισμα που ενέκριναν με 398 ψήφους υπέρ, 134 κατά και 41 αποχές, οι ευρωβουλευτές κάνουν έκκληση προς τα κράτη μέλη «να μην καταφεύγουν σε αυθαίρετες αποφάσεις» και «να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου», μεταφέροντας συστηματικά τους αιτούντες άσυλο από την Ελλάδα και την Ιταλία, «συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έφτασαν μετά τις 20 Μαρτίου 2016».
Επίσης, καλούν τα κράτη-μέλη της ΕΕ να δώσουν προτεραιότητα στη μετεγκατάσταση ασυνόδευτων ανηλίκων και άλλων ευάλωτων αιτούντων ασύλου. Επισημαίνουν, ότι μέχρι σήμερα μόνο ένας ασυνόδευτος ανήλικος έχει μετεγκατασταθεί.
Οι ευρωβουλευτές καταδικάζουν το γεγονός, ότι παρά τις δεσμεύσεις των κρατών μελών της ΕΕ να μεταφέρουν 160.000 αιτούντες άσυλο από τις χώρες πρώτης γραμμής, την Ελλάδα και την Ιταλία, έως τον Σεπτέμβριο του 2017, μέχρι στιγμής μόνο 18.770 άτομα έχουν μετεγκατασταθεί, δηλαδή λίγο περισσότερο από το 11% του συνόλου.
Ειδικότερα, στο ψήφισμα σημειώνεται ότι η Φινλανδία και η Μάλτα είναι τα μόνα κράτη μέλη που αναμένεται να εκπληρώσουν εγκαίρως τις υποχρεώσεις τους. Ορισμένα άλλα κράτη μέλη, όπως η Βουλγαρία, η Κροατία και η Σλοβακία, έχουν πραγματοποιήσει πολύ περιορισμένο αριθμό μετεγκαταστάσεων, η Αυστρία έχει σταματήσει τις μετεγκαταστάσεις και ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει σύντομα, ενώ υπάρχουν και χώρες, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, οι οποίες εξακολουθούν να αρνούνται να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα το οποίο έχουν υπογράψει.
Ως εκ τούτου, καλούν την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία επί παραβάσει και ζητούν την παράταση των μέτρων μετεγκατάστασης μέχρι τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (Κανονισμός Δουβλίνου).
Το ψήφισμα επισημαίνει, τέλος, ότι «οι νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών δεν σταματούν μετά τις 26 Σεπτεμβρίου 2017» και τα καλεί «είτε να αποδεχθούν το αίτημα μετεγκατάστασης, είτε να αιτιολογήσουν τις απορρίψεις βασισμένα αποκλειστικά και μόνο στους συγκεκριμένους λόγους που καθορίζονται στις αποφάσεις του Συμβουλίου σχετικά με τις μετεγκαταστάσεις».