Ένα ήσυχο απογευματάκι του Μαρτίου του 1990 σε ένα ακόμα πιο ήσυχο προάστιο των Βρυξελλών, ο ξακουστός στους ελίτ κυβερνητικούς κύκλους καναδός επιστήμονας έβγαζε το κλειδί για να μπει στο διαμέρισμά του. Αυτό έμελλε να είναι το τελευταίο πράγμα που θα έκανε ποτέ.
Πίσω του, κρυμμένος στη σκιά, ήταν ο δολοφόνος του, που τον πυροβόλησε δύο φορές εξ επαφής στη βάση του κρανίου του. Ο φόνος έφερε όλα τα χαρακτηριστικά της επαγγελματικής δουλειάς: κανείς δεν είδε ή άκουσε τίποτα και τα 20.000 δολάρια που είχε ο Μπουλ στις τσέπες του παρέμειναν άθικτα.
Ο Τζέραλντ Βίνσεντ Μπουλ, ο κορυφαίος οπλουργός του πλανήτη, δεν πέθανε όμως μόνος. Την ώρα που ο 62χρονος επιστήμονας έπεφτε ξέπνοος στο έδαφος, μαζί του ξεψυχούσε και το πιο φιλόδοξο σχέδιό του, η παντοτινή του εμμονή να φτιάξει το Υπερόπλο του, ένα τεραστίων διαστάσεων χόβιτζερ που θα μπορούσε να καταρρίπτει δορυφόρους (ή να τους θέτει σε τροχιά, όλα είναι θέμα οπτικής) και να στέλνει βλήματα στην άλλη άκρη του κόσμου.
Δύο βδομάδες αργότερα, μια κακόφημη τελωνειακή αρχή της Βρετανίας κατέσχεσε οχτώ πελώριους μεταλλικούς σωλήνες, σχεδιασμένους να αποτελέσουν μια κάννη όπλου μήκους 60 μέτρων! Με την ετικέτα «αγωγοί πετρελαίου», είχαν κατασκευαστεί αθώα από βρετανικό χαλυβουργείο και ήταν έτοιμοι να μεταφερθούν στο Ιράκ.
Μέσα σε έναν μήνα από τον φόνο του διαπρεπούς οπλουργού, αναρίθμητα εξαρτήματα για αυτό που έμεινε γνωστό ως «Υπερόπλο του Σαντάμ» εντοπίστηκαν σε άλλες πέντε ευρωπαϊκές χώρες, καθώς βιομηχανίες κατασκεύαζαν εν αγνοία τους τμήματα του γιγαντιαίου κανονιού. Το «Project Babylon», όπως ήταν η επίσημη ονομασία του, ήταν μια τεράστια και πολύπλοκη επιχείρηση που απαιτούσε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια αλλά και εξίσου πολλές παράνομες συναλλαγές.
Το «Project Babylon» ήταν ωστόσο πολλά περισσότερα από άλλη μια συμφωνία όπλων που πήγε στραβά. Ήταν πρωτίστως η αναπάντεχη ιστορία ενός μοναδικού επιστήμονα που απογοητευμένος από την άρνηση των δυτικών κυβερνήσεων να χρηματοδοτήσουν το μεγαλεπήβολο όραμά του, ξεπουλήθηκε σε ένα από τα χειρότερα καθεστώτα του πλανήτη.
Ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν εξάλλου αυτός που αρχής γενομένης από το 1980 αγόραζε με το τσουβάλι τα σοφιστικέ δημιουργήματα του καναδού μηχανικού, τα οποία απέδειξαν τη φονική δύναμή τους στον Πόλεμο Ιράν-Ιράκ. Τα ίδια όπλα αποτελούσαν τώρα φόβητρο για την πολυεθνική δύναμη που έδρευε στη Σαουδική Αραβία, κάνοντας τις κυβερνήσεις της Δύσης να ριγούν στην ιδέα της συνεργασίας του αμοραλιστή Καναδού και του δικτάτορα Ιρακινού.
Την προηγούμενη μόλις χρονιά ο Μπουλ είχε σχεδιάσει άλλωστε δύο όπλα-«μαμούθ» για τον Σαντάμ, που παρουσιάστηκαν στην Έκθεση Όπλων της Βαγδάτης και έφεραν πονοκέφαλο στο ΝΑΤΟ. Το Υπερόπλο του Μπουλ θα ήταν η κορωνίδα της δημιουργικής του σκέψης και το καμάρι του οπλοστασίου του Σαντάμ, όταν κάποιος σκέφτηκε να βάλει ένα αιφνίδιο τέλος σε όλα αυτά…
Ο Τζέραλντ Μπουλ ήταν ένα έξοχο παράδειγμα ανθρώπου που φτιάχνει τη δική του μοίρα, αν και δυστυχώς για τον ίδιο, το μεγαλύτερο μέρος της ήταν κακό. Λαμπρός επιστήμονας και διακεκριμένος οπλουργός, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στα σκιερά δωμάτια των απόρρητων κυβερνητικών επιχειρήσεων, κι αυτό γιατί είχε πάντα ένα όνειρο και ήταν διατεθειμένος να φτάσει πολύ μακριά για να το πετύχει, έστω κι αν έκανε συμφωνία και με τον Διάβολο τον ίδιο: να φτιάξει το Υπερόπλο του που θα έστελνε δορυφόρους κατευθείαν σε τροχιά! Ο ίδιος εξάλλου, μέσω του προγράμματος HARP, είχε αποδείξει μετά το 1961 ότι ένα κανόνι μπορεί να εκτοξεύσει ένα βλήμα 180 κιλών σε ύψος 180 χιλιομέτρων.
Ταυτοχρόνως, ο Μπουλ αναβίωσε ολομόναχος την επιστήμη κατασκευής όπλων μεγάλης κλίμακας, καθώς τα πυροβολικά όνειρά του σταματημό δεν είχαν. Το συγκρουσιακό ταμπεραμέντο του όμως και η αλαζονική του προσωπικότητα εξασφάλιζαν πάντα περισσότερους εχθρούς παρά φίλους στις κυβερνήσεις του κόσμου για τις οποίες εργάστηκε.
Η απόλυτη απαξίωση που ένιωθε για τις κόκκινες γραμμές των πολιτικών που εφάπτονταν της δουλειάς του έμελλε να του φέρει βαρύτατα πρόστιμα, μια σύντομη θητεία στη φυλακή αλλά και έναν φόνο τελικά που θα έβαζε τέλος εκεί που ο Μπουλ δεν μπορούσε…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζέραλντ Βίνσεντ Μπουλ γεννιέται στις 9 Μαρτίου 1928 στο Οντάριο του Καναδά ως το ένατο από τα δέκα παιδιά ενός δικηγόρου και της συζύγου του. Η ευκατάστατη οικογένεια ζούσε καλά μέχρι την Κρίση του 1929, όταν οι μετοχές του δικηγόρου έχασαν την αξία τους, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει στην ενεργό νομική δράση.
Η μητέρα του πέθανε το 1931, την ώρα που έδινε ζωή στο δέκατο παιδί της, και ο βουτηγμένος στα χρέη πατέρας μόνο όρεξη να νοιαστεί για τα παιδιά του δεν είχε, τα οποία χωρίστηκαν και ζούσαν τώρα με διάφορους συγγενείς. Το 1935 οι τράπεζες κατέσχεσαν όλη την οικογενειακή περιουσία, ο 58χρονος πατέρας ξαναπαντρεύτηκε και εγκατέλειψε οριστικά τα παιδιά του σε συγγενείς.
Ο Τζέραλντ μεγάλωσε έτσι με τη θεία του και το 1938 στάλθηκε να ζήσει στο σπιτικό άλλης μιας αδερφής του πατέρα του, η οποία ήταν ωστόσο ευκατάστατη και έστελνε τα παιδιά της σε ακριβό ιησουιτικό σχολείο, όπου φοίτησε τελικά και ο μικρός Μπουλ. Όταν αποφοίτησε το 1946, είχε ήδη εξελίξει το παιδικό χόμπι του αερομοντελισμού, με τα ξύλινα αεροπλάνα του να βραβεύονται σε όλους τους σχολικούς διαγωνισμούς.
Ο Μπουλ έγινε δεκτός στο νεοσύστατο πρόγραμμα αεροναυπηγικής του Πανεπιστημίου του Τορόντο ήδη από τα 16 του χρόνια, αν και δεν σημείωσε καμία αξιομνημόνευτη επίδοση. Ο Τζέραλντ ήθελε να πάει στον στρατό να κάνει καριέρα, αποφοιτώντας όμως το 1948 έμαθε για το νέο Ινστιτούτο Αεροδυναμικής που είχε μόλις εγκαινιάσει το πανεπιστήμιο και είπε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του.
Αφού ολοκλήρωσε εκεί τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην κατασκευή σηράγγων το 1949 και πήρε το διδακτορικό του στην ίδια θεματική το 1951, έπιασε δουλειά σε κρατική δομή ως ειδικός αεροδυναμικής.
Εκεί ανδρώθηκε στα όπλα και την έρευνα, καθώς η δουλειά του στις υπερηχητικές πτήσεις και τη βαλλιστική του άφησε πολύτιμη κληρονομιά. Στο Καναδικό Ίδρυμα Ανάπτυξης Εξοπλισμών και Έρευνας υπαινίχθηκε για πρώτη φορά ότι το βαρύ πυροβολικό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κάλλιστα για τον έλεγχο των υπερηχητικών πρωτοτύπων, καθώς ήταν φθηνότερος και αποδοτικότερος τρόπος.
Η καινοτόμα ιδέα του χρηματοδοτήθηκε, κατασκευάστηκε και λειτούργησε μέχρι το 1956, όταν εγκαταλείφθηκε τελικά. Παρά το γεγονός ότι μέχρι το 1958 ήταν επικεφαλής της ερευνητικής δομής, τόσο οι δημόσιες αντιπαραθέσεις του με τους προϊσταμένους όσο και το οξύθυμο του χαρακτήρα του θα τον οδηγούσαν στην πόρτα της εξόδου τον Απρίλιο του 1961…
Ο φωτισμένος επιστήμονας που του κόβουν συνεχώς τα κονδύλια
Κοινές βρετανικές και αμερικανικές δράσεις με τον καναδικό στρατό σύστησαν τον οραματιστή επιστήμονα στις δύο χώρες, οι οποίες εντυπωσιάστηκαν τόσο από τη δουλειά του όσο και τα φιλόδοξα πλάνα του. Οι ΗΠΑ χρηματοδότησαν μάλιστα ένα από τα πρώιμα αυτά σχέδιά του, εν αγνοία του πάντα, και κατάφεραν να στείλουν ένα βλήμα σε ύψος 40 χιλιομέτρων.
Η αμερικανική κυβέρνηση τον έβαλε όμως στο στόχαστρο, καθώς είδε ζουμί στις έρευνες του επιστήμονα. Με καραβιές χρημάτων από το αμερικανικό Πεντάγωνο και την καναδική κυβέρνηση, ιδρύεται το περιβόητο Πρόγραμμα Έρευνας Μεγάλου Υψομέτρου (High Altitude Research Project - HARP, το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με το σαφώς γνωστότερο ΗΑARP), στο οποίο ο επιστήμονας τεστάρει διαρκώς μεγαλύτερα και ακόμα μεγαλύτερα κανόνια.
Τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του Μπουλ άνοιξαν την όρεξη των κυβερνήσεων, καθώς ξαπόστελνε διαρκώς βαρύτερα βλήματα σε ακόμα περισσότερα χιλιόμετρα πάνω από τη γήινη ατμόσφαιρα. Όλα έδειχναν ευνοϊκά για τον ίδιο μέχρι να ξεσπάσει τουλάχιστον ο Πόλεμος του Βιετνάμ το 1967 και να δει την καναδική κυβέρνηση να αποσύρεται από το πρόγραμμα ως αντίδραση στην αμερικανική εμπλοκή στην Ασία.
Όταν εγκαταλείφθηκε οριστικά το HARP το 1968, τα αποτελέσματα του δρος Μπουλ ήταν εντυπωσιακότατα: το βλήμα Martlet-2 είχε αγγίξει στις 18 Νοεμβρίου 1966 υψόμετρο 180 χιλιομέτρων, ένα παγκόσμιο ρεκόρ που στέκει όρθιο μέχρι σήμερα (τα 249 χιλιόμετρα στόχευε ο δρ Μπουλ και το Martlet-4, που δεν πρόλαβε να δοκιμάσει, πιθανότατα θα τα είχε πιάσει). Την ίδια ώρα, τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από τα χίλια και πλέον δοκιμαστικά του Μπουλ αντιπροσωπεύουν ακόμα και σήμερα περισσότερη από τη μισή έρευνα που έχει γίνει στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας.
Εξαγριωμένος και από το δεύτερο αιφνίδιο τέλος της ερευνητικής του δουλειάς, ο Μπουλ αποφάσισε να ιδιωτεύσει. Στην τεράστια έκταση που είχε αγοράσει στον Καναδά και στέγαζε αφιλοκερδώς το Ινστιτούτο Διαστημικής Έρευνας του Πανεπιστήμιου ΜακΓκιλ (του οποίου ήταν διευθυντής από το 1964), μετέφερε το τεράστιο κανόνι του HARP, ίδρυσε την έδρα της εταιρίας του (Space Research Corporation - SRC) και ήταν πανέτοιμος να φτιάξει πρωτοποριακά όπλα μεγάλου βεληνεκούς για όποιον είχε τα χρήματα και τη θέληση.
Αφού ανέλαβε μια σειρά μικροσυμβολαίων για οπλικά συστήματα από τον Καναδά και τις ΗΠΑ και για εκσυγχρονισμό του οπλοστασίου πολλών ακόμα χωρών, έπρεπε να περιμένει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 για να έρθει η πρώτη του μεγάλη δουλειά…
Ο διαπρεπής οπλουργός που συνεργάζεται με όλους
Με τη βοήθεια της πανταχού παρούσας CIA, ο Μπουλ αναλαμβάνει να προμηθεύσει την κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής με 30.000 βλήματα πυροβολικού αλλά και με ολοκληρωμένα σχέδια για ένα προωθημένο τεχνολογικά χόβιτζερ (GC-45 το είπε). Το καινοτόμο όπλο του Μπουλ έπαιξε τον δικό του καθοριστικό ρόλο στις αιματοβαμμένες περιπέτειες της Νότιας Αφρικής και πολλοί του αποδίδουν τον θρίαμβο της χώρας στον πόλεμο με την Αγκόλα.
Όταν ωστόσο ο πρόεδρος Κάρτερ ανέλαβε το τιμόνι των ΗΠΑ το 1976, ο Μπουλ συλλαμβάνεται από τις δυνάμεις του ΟΗΕ στη Νότια Αφρική για παράνομο εμπόριο όπλων. Αφού διαπραγματεύτηκε την ποινή του, παρέμεινε έξι μήνες σε αμερικανικές φυλακές το 1980.
Με το που αποφυλακίστηκε, ο Μπουλ συνέχισε να εξελίσσει τα σχέδιά του για το χόβιτζερ των Νοτιοαφρικανών, το οποίο είχε αναλάβει τώρα ιδιωτική εταιρία (Armscor). Το τελικό προϊόν ήταν το G5 Howitzer που μπορούσε να ρίχνει βλήματα σε αποστάσεις μεγαλύτερες από 50 χιλιόμετρα και παραμένει ακόμα και στα σημερινά δεδομένα ένα από τα πιο προωθημένα τεχνολογικά όπλα πυροβολικού.
Την ώρα που γίνονταν αυτά, πίσω στον Καναδά περνούσε εν αγνοία του από δίκη και καταδικαζόταν σε πρόστιμο 55.000 δολαρίων για διεθνές εμπόριο όπλων. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι του θυμού του! Πήρε έτσι τη γυναίκα και τον γιο του και μετακόμισε μόνιμα στις Βρυξέλλες, την όποια έκανε και έδρα της εταιρίας του.
Η επιτυχία του G5 έφερε στο κατώφλι του τόσο το Ιράκ όσο και την Κίνα, ενώ παρασκηνιακά φαίνεται να συνεργάστηκε με διάφορες δυτικές κυβερνήσεις και μυστικές υπηρεσίες. Ο Μπουλ κατασκεύαζε και πουλούσε όπλα αιχμής στα δύο έθνη καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, μέσω μιας αυστριακής εταιρίας-βιτρίνα.
Το ισόβιο όνειρό του δεν το είχε ξεχάσει όμως για ένα υπερόπλο που θα έστελνε δορυφόρους στο Διάστημα ή βλήματα στα μήκη και τα πλάτη της Γης, ανάλογα τον πελάτη, και τώρα ήταν έτοιμος να το πραγματοποιήσει από τον απροσδόκητο σύμμαχό του, τον Σαντάμ Χουσεΐν…
Το ημιτελές Project Babylon και το τέλος
Λέγεται ότι ο Μπουλ έπεισε τον για την κατασκευή του Supergun του στη βάση της έριδας με το Ισραήλ. Ο δαιμόνιος Καναδός ισχυρίστηκε πως αν ήθελε να καταστήσει τη χώρα του πραγματική περιφερειακή δύναμη, τότε θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να στέλνει τους δικούς του δορυφόρους εκεί πάνω, όπως ακριβώς το Ισραήλ.
Τα δοκιμαστικά ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με ένα μικρότερο πρωτότυπο που είχε σχεδιάσει ήδη ο δρ Μπουλ, το Baby Babylon. Το υπερκανόνι ήταν κλάσμα μόνο του μεγέθους του μεγάλου στόχου, του Big Babylon, και όταν οι έλεγχοι απέδωσαν καρπούς, πήρε το πράσινο φως από τον ιρακινό ηγέτη για την κατασκευή του.
Το «μικρό» υπερόπλο είχε στείλει εξάλλου θεόρατο βλήμα σε απόσταση 650 χιλιομέτρων, το μόνο που φαινόταν να ενδιαφέρει τον Σαντάμ! Το Big Babylon ήταν τόσο μεγάλο που έπρεπε να σκαφτεί τάφρος σε έναν λόφο για υποστήριξη, καθώς το μήκος του υπερέβαινε τα 150 μέτρα και το βάρος του τους 2.100 τόνους. Αν ολοκληρωνόταν, θα μπορούσε να εκτοξεύσει περισσότερους από 2 τόνους στο Διάστημα! Όσο ακριβώς ένας μικρός αναγνωριστικός δορυφόρος δηλαδή.
Ο Μπουλ δεν ήταν ωστόσο αφελής για τις επιπτώσεις του όπλου του και φρόντισε να ενημερώσει αρκετές δυτικές κυβερνήσεις αλλά και μυστικές υπηρεσίες (όπως τη βρετανική MI5 και την ισραηλινή Μοσάντ) για τους ερευνητικούς σκοπούς του προγράμματος και την ειρηνική του φύση. Και καθώς το Υπερόπλο του ήταν αναγκαστικά ακίνητο, αργό και ορατό από παντού, ο κατασκευαστής του πίστεψε πως η Δύση δεν θα το εκλάμβανε ως στρατιωτική απειλή. Παρά τα τόσα «όχι» που είχε ακούσει από τόσες και τόσες κυβερνήσεις του πλανήτη!
Ο Μπουλ είχε βοηθήσει ωστόσο καθοριστικά τον Σαντάμ στην ένοπλη σύρραξη με το Ιράκ στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1980 και η φήμη του προηγούνταν. Το πράγμα έγινε ακόμα πιο δεινό για τον ίδιο το 1990, όταν το Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέιτ και ο οπλουργός δούλευε τώρα για έναν δικτάτορα που είχε γίνει ξαφνικά εχθρός όλου σχεδόν του πλανήτη. Κι αν αυτά δεν ήταν αρκετά, ο Μπουλ εργαζόταν εδώ και χρόνια για τη βελτίωση των πυραύλων Σκουντ του Σαντάμ, με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση του Project Babylon.
Ο οπλουργός δεν είδε τα σημάδια που ήταν όλα εκεί, καθώς στις αρχές του 1990 ένας παράξενα μεγάλος αριθμός διαρρήξεων έλαβε χώρα στο διαμέρισμά του στις Βρυξέλλες μέσα σε μια περίοδο μερικών μηνών: τα μόνα πράγματα που έλειπαν κάθε φορά ήταν απόρρητα σχέδια και σημειώσεις του δρος. Κάποιος έδινε ξεκάθαρα μηνύματα στον Μπουλ, τα οποία εκείνος αγνοούσε καθώς όδευε κοντά στην επίτευξη του στόχου του.
Έτσι έφτασε η 22α Μαρτίου 1990, όταν δολοφονήθηκε επαγγελματικά έξω από το σπίτι του και κανείς δεν πήρε μυρωδιά. Για το ποιος σκότωσε τον δρα Μπουλ οι ερευνητές ερίζουν ακόμα και σήμερα, αν και η ισραηλινή Μοσάντ παραμένει ο Νο 1 ύποπτος. Η αμερικανική CIA είναι επίσης ένας καλός υποψήφιος, καθώς ήθελε πάντα να του κλείσει το στόμα για την εμπλοκή του (και τη δική της) στις εχθροπραξίες της Νότιας Αφρικής.
Άλλοι πάλι κατηγορούν τον ίδιο τον Σαντάμ, που λέγεται ότι πάντα υποπτευόταν τον Καναδό για σχέσεις με τις κυβερνήσεις της Δύσης, την ίδια ώρα που και οι Ιρανοί τον θεωρούσαν φανατικό εχθρό τους, καθώς χιλιάδες στρατιώτες είχαν χάσει τη ζωή τους από τα πρωτοποριακά του όπλα.
Γεμάτη ίντριγκα και μυστήριο, η ιστορία του Τζέραλντ Μπουλ παραμένει ακραία τραγική, καθώς η τύχη του συνυφάνθηκε με παγκόσμια γεγονότα που λίγο έλεγχο μπορούσε να έχει. Όσο για το Υπερόπλο του, μετά την «Επιχείρηση: Καταιγίδα της Ερήμου» και την πτώση του Ιράκ, τόσο το Baby όσο και το Big Babylon αποσυναρμολογήθηκαν και τα κομμάτια τους στάλθηκαν πίσω στη Βρετανία, αφού εκεί είχαν κατασκευαστεί -εν αγνοία λέγεται των βιομηχανιών- τα περισσότερα εξαρτήματά τους.
O δρ Μπουλ πήρε στον τάφο τα μυστικά της ιδιαίτερης γνώσης του και πλάι στην απόλυτη αποτυχία αλλά και την ηχηρή του πτώση, πέθανε και το πυροβολικό μεγάλης κλίμακας. Αν ήταν ίσως αλλιώς τα πράγματα, μπορεί σήμερα να διαθέταμε έναν φτηνότερο και αποδοτικότερο τρόπο να στέλνουμε φορτία σε τροχιά…