Το ΔΝΤ ζητά για την Ελλάδα πρόσθετα μέτρα λιτότητας τα προσεχή έτη, θεωρώντας τα ικανά να συμπληρώσουν τις μεταρρυθμίσεις, όπως δήλωσε ο υπουργός Οικονομίας Δημήτρης Παπαδημητρίου. Μιλώντας σε συνέδριο με θέμα την ανάπτυξη που διοργανώνει η Βουλή δήλωσε πως οι Θεσμοί ζητούν για το ύψος (3,5% του ΑΕΠ) των πρωτογενών πλεονασμάτων επί σειρά ετών, τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας και τις μεταρρυθμίσεις (φορολογικό, συντάξεις, αγορά εργασίας κ.α.).
Ο κ. Παπαδημήτριου υπογράμμισε ότι η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται τον περιορισμό αυτής ακριβώς της πολιτικής, αντιπροτείνοντας περισσότερη ανάπτυξη μέσω διαφοροποιημένων μεταρρυθμίσεων και λιγότερη λιτότητα (μικρότερα πλεονάσματα για λιγότερα χρόνια).
Η Τράπεζα της Ελλάδας, όπως δήλωσε ο κ. Παπαδημητρίου, εκτιμά πως η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών θα μπορούσε συνδυασμένα να επιφέρει την επόμενη δεκαετία αύξηση του ΑΕΠ έως 8,5%, της απασχόλησης κατά 6,7% και των επενδύσεων κατά 11,5%. Από την πλευρά του ο ΟΟΣΑ εκτιμά πως η πλήρης εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 13% την προσεχή δεκαετία.
Σύμφωνα με το υπουργό Οικονομίας, η οικονομική κρίση έπληξε περισσότερο απ’ όλες τις χώρες την Ελλάδα και «αιτία γι’ αυτό δεν ήταν μόνον η ασθενική και μη ανταγωνιστική παραγωγική της βάση, τα δίδυμα ελλείμματα (δημόσιο και εξωτερικό) και το υψηλό δημόσιο χρέος». Όπως δήλωσε ο κ. Παπαδημητρίου, σημαντικό ρόλο στην διόγκωση της ελληνικής κρίσης διαδραμάτισαν οι εσφαλμένες επιλογές οικονομικής πολιτικής και μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν και η αδυναμία του φαύλου εγχώριου πολιτικού συστήματος να διαπραγματευτεί μία καλύτερη πολιτική προσαρμογής.
Ο κ. Παπαδημητρίου ανέφερε ότι το 2016, σε ξεχωριστές εκθέσεις τους το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ αξιολόγησαν τις πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων που ασκήθηκαν στην Ελλάδα και διαπίστωσαν συνοπτικά τα εξής :
Υπήρξαν υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις που οδήγησαν σε εμπροσθοβαρή και βαθιά μείωση δημοσιονομικού ελλείμματος με αποτέλεσμα τη μακροσκελή ύφεση.
Η παραπάνω παραδοχή έγινε ήδη από το 2012 από τον κ. Blanchard και η εξήγηση ήταν οι χαμηλοί δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές που εξέλαβαν ως βάση των υπολογισμών και προβλέψεων τους. Υποτιμήθηκαν πολλαπλασιαστές, spreads και κόστη δανεισμού.
Παρά την ανάληψη σημαντικών μεταρρυθμίσεων, η πρόοδος υπήρξε άνιση και το μείγμα μεταρρυθμίσεων μη ισορροπημένο.
Εσφαλμένη εκτίμηση για άμεση ενεργοποίηση της πλευράς της προσφοράς από τις μεταρρυθμίσεις, σε αντίθεση με τη συσσωρευμένη εμπειρία για βραδεία ανάδειξη των εξ αυτών ωφελειών.
Αποτυχία μεταρρύθμισης της αγοράς προϊόντων, με συνέπεια τη διατήρηση των παραγωγικών πόρων σε μη ανταγωνιστικές δραστηριότητες, ενόσω η εμπροσθοβαρής εστίαση στη δημοσιονομική και μισθολογική προσαρμογή μείωνε τη ζήτηση και συνέβαλε στη βαθιά ύφεση.
Αποτυχία αναγνώρισης από την αρχή του γεγονότος ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν ένιωθε ως δική του ιδιοκτησία τα προγράμματα προσαρμογής, με συνέπεια τις υποχωρήσεις στην εφαρμογή τους.
Αδυναμία να εκτιμηθεί πως ο τόσο μεγάλος όγκος των διαρθρωτικών αλλαγών που σχεδιάστηκαν υπερέβαινε την διοικητική ικανότητα και την πολιτικά εφικτή εφαρμογή τους.
Η καθυστέρηση και χαμηλή απόδοση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στο 2ο πρόγραμμα του 2012, ήταν κυρίως στις αγορές προϊόντων, στη δημόσια διοίκηση και στο περιβάλλον ρυθμίσεων όπως με τις αδειοδοτήσεις επενδύσεων, τις διαδικασίες χρεοκοπίας, την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων και την εξάλειψη άχρηστων φόρων και εισφορών υπέρ τρίτων.
Εσφαλμένη εκτίμηση για μεγάλες ελαστικότητες τιμών στις εξαγωγές.
Εσφαλμένη υπόθεση εργασίας για την υγεία του τραπεζικού συστήματος και αδυναμία συστηματικής και κατάλληλης παρακολούθησης του, με συνέπεια την άνοδο των Κόκκινων δανείων και τη δημιουργία πολιτικής αναταραχής.
Έντονα προβλήματα διακυβέρνησης σε επιχειρήσεις και κυβέρνηση, τα οποία παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό χωρίς αντιμετώπιση.
Αβεβαιότητα και καθυστερήσεις σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους οδήγησαν στη μείωση/συγκράτηση των επενδύσεων.
“Από τις 12 παραπάνω ολιγωρίες πολιτικής που οι δύο οργανισμοί επισήμαναν στην ελληνική περίπτωση, παρατηρούμε ότι οι μισές αφορούν τον τομέα των μεταρρυθμίσεων, και την προβληματική εφαρμογή και σύνδεση τους με την δημοσιονομική και οικονομική πολιτική”, παρατήρησε ο υπουργός.
Ο κ. Παπαδημητρίου επεσήμανε, επίσης, ότι οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας από την άλλη πλευρά έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο βραχυχρόνιο, και καμία επίδραση στο μακροχρόνιο ορίζοντα, όμως παραμένουν υψηλά στην ατζέντα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων ακόμη και σήμερα, παρόλο που η Ελλάδα έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή μία ολόκληρη σειρά μέτρων τα οποία μείωσαν τη διαπραγματευτική εργατική δύναμη, τους κατώτατους μισθούς και επέτρεψαν πολύ περισσότερο ευέλικτες συνθήκες εργασίας. “Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα γιατί το ΔΝΤ και οι Θεσμοί γενικότερα δεν διδάσκονται από τα λάθη του παρελθόντος και από τις ίδιες τις αξιολογήσεις των πολιτικών και αποτελεσμάτων τους”, δήλωσε ο υπουργός.
Το ΔΝΤ, σύμφωνα με τον κ. Παπαδημητρίου, εκτιμούσε πως μέχρι το τέλος του 2014 είχε εφαρμοστεί μόλις το 72% των προτεινόμενων από τον ΟΟΣΑ μέτρων για την ενίσχυση του ανταγωνισμού.
Επίσης, όπως τόνισε, το ΔΝΤ έχει γενικότερα παραδεχθεί (βλ IMF, Euro Area, Selected issues 2014) πως :
· Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να εφαρμοστούν με περισσότερη επιτυχία σε χώρες που βρίσκονται σε δημοσιονομική ισορροπία ή σε χώρες που εφαρμόζουν ταυτόχρονα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
· Αντίθετα η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική συνδυάζεται με πιο αργή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.
· Στη διεθνή εμπειρία σπάνια συνυπάρχουν η δημοσιονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι λόγοι είναι κυρίως:
1) Ότι αρκετές μεταρρυθμίσεις έχουν βραχυπρόθεσμο δημοσιονομικό κόστος, όπως η χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, τα κίνητρα επενδύσεων ή τα προγράμματα απασχόλησης, συνεπώς είναι δύσκολο να επιδιώκεται ταυτόχρονα λιτότητα και μεταρρύθμιση,
2) Ότι σε περιόδους συρρίκνωσης της οικονομίας, οι μεταρρυθμίσεις είναι αναποτελεσματικές, όπως για παράδειγμα η εφαρμογή ελαστικών μορφών απασχόλησης δεν οδηγεί σε αύξηση της απασχόλησης όταν δεν υπάρχει ζήτηση στην οικονομία, ή αυξάνοντας την ηλικία συνταξιοδότησης μπορεί να οδηγήσει απλά σε αύξηση της ανεργίας.
Στη συνέχεια ο κ. Παπαδημητρίου δήλωσε ότι για τους λόγους αυτούς το ΔΝΤ προτείνει, η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων να συμπληρώνεται με πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης. “Θεωρεί, δηλαδή, συμπληρωματικές τις μεταρρυθμίσεις με μία επεκτατική οικονομική και δημοσιονομική πολιτική. Παρά την γενική αυτή παραδοχή του το ΔΝΤ σήμερα ζητά για την Ελλάδα πρόσθετα μέτρα λιτότητας τα προσεχή έτη, θεωρώντας τα ικανά να συμπληρώσουν τις μεταρρυθμίσεις. Ζητά το ακριβώς αντίθετο από αυτό που γενικά προτείνει!”, συμπλήρωσε.
Ο κ. Παπαδημητρίου ανέφερε ότι το γερμανικό Υπουργείο οικονομικών (σε συμπόσιο που έγινε 25 Μαρτίου 2015) υποστηρίζει ότι η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι συμπληρωματική της δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή του περιορισμού της ζήτησης. “Στην πολιτική αυτή έχουν σήμερα ενδώσει το ΔΝΤ και οι Θεσμοί με όσα ζητούν για το ύψος (3,5% του ΑΕΠ) των πρωτογενών πλεονασμάτων επί σειρά ετών, τα πρόσθετα μέτρα λιτότητας και τις μεταρρυθμίσεις (φορολογικό, συντάξεις, αγορά εργασίας κ.α.).” και πρόσθεσε πως “τον περιορισμό αυτής ακριβώς της πολιτικής διαπραγματεύεται η ελληνική κυβέρνηση αντιπροτείνοντας περισσότερη ανάπτυξη μέσω διαφοροποιημένων μεταρρυθμίσεων και λιγότερη λιτότητα (μικρότερα πλεονάσματα για λιγότερα χρόνια)”.
Ο υπουργός περιέγραψε τα βασικά σημεία της Εθνικής Στρατηγικής Ανάπτυξης της κυβέρνησης, η οποία, όπως τόνισε, είναι ικανή να εξισορροπήσει τις δυσλειτουργίες της αγοράς και να προσδώσει νέα δυναμική για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδημητρίου, η Στρατηγική αυτή θέτει στο επίκεντρο μιας δίκαιης και αειφόρου ανάπτυξης το ανθρώπινο δυναμικό και την ένταση γνώσης για την μετάβαση της χώρας σε μία οικονομία που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
Θέτει επίσης, σύμφωνα με τον υπουργό, προτεραιότητες στην ενδυνάμωση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων, και την ενίσχυση συνεργασιών επιχειρήσεων με δημιουργία εσωτερικών αλυσίδων αξίας και συστάδων επιχειρήσεων.
“Η καινοτομία της στρατηγικής αυτής δε έγκειται μόνον από τις δυνάμεις της αγοράς να ανταποκριθούν στη μακροοικονομική και δημοσιονομική εξυγίανση και στις μεταρρυθμίσεις για ένα φιλικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον με ξένες και εγχώριες άμεσες επενδύσεις, αλλά ενεργοποιεί και μία πολιτική τόνωσης της ζήτησης που επιταχύνει την απορρόφηση της ανεργίας, ανακόπτει την διαρροή εγκεφάλων στο εξωτερικό και συμβάλλει σημαντικά στη μείωση των ανισοτήτων, της φτώχειας και στην αποκατάσταση της κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας”, δήλωσε ο υπουργός και πρόσθεσε ότι “αυτή η καινοτομία πολιτικής ίσως αποδειχθεί και η μεγαλύτερη προσφορά στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων που επιστρατεύονται για μία δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας”.