Τον αποκαλούσαν «Δόκτωρ Σατανά», «Σφαγέα του Παρισιού», ακόμα και «Λυκάνθρωπο του Παρισιού».
Για χρόνια, κρυβόταν «κάτω απ’ τη μύτη» της γαλλικής κυβέρνησης και μάλιστα ανήκε στην ομάδα που είχε αναλάβει να τον συλλάβει! Πρόκειται για τον Γάλλο γιατρό Μαρσέλ Πετιότ, ο οποίος το 1946 καταδικάστηκε για τη δολοφονία 27 ατόμων. Ο Πετιότ δεν σκότωνε για να ικανοποιήσει τον σαδισμό του, αλλά την απληστία του.
Στόχος του ήταν πάντοτε τα χρήματα και η εξουσία. Ξεκίνησε την εγκληματική του «καριέρα» ως τραυματίας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Κατατάχτηκε στον στρατό το 1916, πολέμησε, τραυματίστηκε και στάλθηκε για ανάρρωση σε διάφορα νοσοκομεία, απ’ όπου έκλεβε από πορτοφόλια και κουβέρτες μέχρι μορφίνη και κάθε είδους ακριβά δυσεύρετα φάρμακα.
Συνελήφθη, φυλακίστηκε και το 1918 στάλθηκε πάλι στο μέτωπο. Λίγους μήνες αργότερα, απολύθηκε με αναπηρική σύνταξη....
Μετά τον πόλεμο, σπούδασε Ιατρική και σχεδόν αμέσως, άρχισε να εργάζεται σε νοσοκομείο στην πόλη Villeneuve-sur-Yonne. Αν και ικανός γιατρός, έγινε γρήγορα γνωστός για παράνομες επεμβάσεις, όπως ήταν οι εκτρώσεις, αλλά και για τη χορήγηση ναρκωτικών σε ασθενείς του. Εκεί γνώρισε την κόρη ενός ηλικιωμένου ασθενή, τη Λουίζ Ντελαβό, με την οποία είχε ερωτική σχέση προτού η κοπέλα εξαφανιστεί μυστηριωδώς.
Αν και από πολλούς θεωρείται το πρώτο θύμα του Πετιότ, η αστυνομία κατέληξε ότι η κοπέλα απλώς το έσκασε απ’ το σπίτι της. Το 1926, τη χρονιά που εξαφανίστηκε η Ντελαβό, ο Πετιότ έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος της πόλης και κέρδισε. Δεν έχασε χρόνο. Άρχισε αμέσως την κατάχρηση δημόσιου χρήματος και το κλείσιμο επαγγελματικών συμφωνιών που ενώ βοηθούσαν τα δικά του συμφέροντα, δεν προσέφεραν τίποτα στην πόλη.
Η πολιτική του καριέρα του έληξε άδοξα το 1932, όταν αποκαλύφθηκε ως απατεώνας και έφυγε «τρέχοντας» για το Παρίσι. Η φήμη του δεν άργησε να εξαπλωθεί κι εκεί. Ήταν διατεθειμένος να κάνει κάθε είδους επέμβαση για τα χρήματα. Το 1940, με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, βρήκε κι άλλους τρόπους να εξαπατά τον κόσμο.
Ο «Δόκτωρ Σατανάς»
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Γαλλία, άρχισαν να στέλνουν κόσμο σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για καταναγκαστική εργασία. Ο Πετιότ έβγαζε ψεύτικες διαγνώσεις για αναπηρία, έτσι ώστε να γλιτώσει κόσμο απ’ τα κάτεργα. Σύμφωνα με δικούς του ισχυρισμούς, συμμετείχε ενεργά στη γαλλική αντίσταση, χωρίς όμως να βρεθούν ποτέ αποδείξεις για τη δράση του. Όταν οι Γερμανοί άρχισαν να συγκεντρώνουν Εβραίους και αντιστασιακούς, ο Πετιότ εκμεταλλεύτηκε την έκρυθμη κατάσταση για να πλουτίσει.
Τους υποσχόταν πως θα τους φυγάδευε στη Λατινική Αμερική, μέσω ενός υπόγειου δικτύου που γνώριζε μόνο αυτός. Για κάθε άτομο που βοηθούσε, έπαιρνε 25 χιλιάδες φράγκα. Τρεις συνεργάτες του έβρισκαν τους ενδιαφερομένους και τους έστελναν στον «Δρ. Γιουζίν», όπως ήταν γνωστός. Έπειτα αναλάμβανε εκείνος.
Τους δηλητηρίαζε με κυάνιο και αφού έπαιρνε ό,τι χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα είχαν μαζί τους, τους πέταγε στον Σηκουάνα. Αργότερα, εξαφάνιζε τα πτώματα διαλύοντάς τα σε ασβέστη ή καίγοντάς τα.
Οι επαφές του με μέλη της αντίστασης τράβηξαν το ενδιαφέρον της Γκεστάπο, η οποία άρχισε να ερευνά το παρελθόν του και να τον παρακολουθεί. Οι Γερμανοί έστειλαν μέχρι και δικό τους άνθρωπο που παρίστανε τον φυγά, ο οποίος όμως εξαφανίστηκε, πέφτοντας θύμα του «Δόκτωρος Σατανά». Συνέλαβαν τους τρεις συνεργάτες του, αλλά δεν βρήκαν ποτέ τον ίδιο, αφού όλοι τον ήξεραν μόνο ως «Δρ Γιουζίν».
Η πραγματική ταυτότητά του αποκαλύφθηκε στις 11 Μαρτίου του 1944, όταν γείτονες παραπονέθηκαν για την έντονη δυσοσμία και τον καπνό που έβγαινε απ’ το σπίτι του. Η αστυνομία κάλεσε την πυροσβεστική και όταν έκαναν έφοδο στο κτίριο, βρήκαν ανθρώπινα οστά στο υπόγειο.
Ακόμα και τότε όμως, ο Πιετότ κατάφερε να διαφύγει. Διέδωσε ότι οι Γερμανοί τον κυνηγούσαν επειδή βοηθούσε τους αντιστασιακούς και έμεινε εφτά μήνες σε κρησφύγετα γνωστών του. Μάκρυνε το μούσι του και άλλαξε το όνομά του σε «Ανρί Βαλερί». Η πολιτική κατάσταση τον βοήθησε να κρυφτεί, καθώς εκείνη την περίοδο απελευθερώθηκε το Παρίσι απ’ τη γερμανική κατοχή.
Ως Ανρί Βαλερί, έγινε μέλος της προσωρινής κυβέρνησης που σχηματίστηκε και ανέλαβε να εντοπίσει τον γιατρό «Μαρσέλ Πιετότ», που ήταν ύποπτος για δεκάδες δολοφονίες. Για κακή του τύχη, στις 31 Οκτωβρίου του ’44, τον αναγνώρισε κάποιος στον δρόμο και συνελήφθη.
Στη δίκη του, ο γιατρός ισχυρίστηκε ότι είχε σκοτώσει μόνο Γερμανούς και «χαφιέδες», αλλά ύστερα από έρευνες, αποδείχτηκε ότι δεν είχε ποτέ καμία σχέση με τη γαλλική αντίσταση. Καταδικάστηκε για τη δολοφονία 27 ανθρώπων και εκτελέστηκε στη γκιλοτίνα, στις 25 Μαΐου του 1946.