Ο Σεβασμιώτατος προέβη σε έναν σύντομο απολογισμό των εικοσιτριών, μέχρι σήμερα, ετών διακονίας του στην Μητρόπολή μας, όσον αφορά στο ποιμαντικό έργο, για το οποίο εξήρε την συνεισφορά των συνεργατών Κληρικών της Τοπικής μας Εκκλησίας. Εξέφρασε την χαρά του για την λειτουργία και επαύξηση των Ιερών μας Μονών και για το γεγονός ότι πλήθος νέων Κληρικών στελέχωσαν τις ενορίες μας αυτά τα χρόνια και μάλιστα σε μια πολύ κρίσιμη εποχή. Αναφέρθηκε στο έργο που έχει επιτελεστεί στον κοινωνικό τομέα και την δημιουργία κοινωνικών θεσμών, «όπως οι Λειτουργοί Υγείας της Αγάπης, που προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στα Βαλκάνια, στην Αφρική κ. αλ., ενώ συνεργάζονται με υγειονομικούς φορείς του τόπου μας για την αντιμετώπιση της πανδημίας».
Ο κ. Ιγνάτιος μίλησε για την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, «που έχει κάνει τον Βόλο γνωστό σ’ όλο τον κόσμο. Είναι ένα εργαστήρι Θεολογίας, με θέματα αιχμής, το έργο της οποίας προκάλεσε μεγάλους διαλόγους, κατά καιρούς. Μάλιστα, είναι, πλέον και επίσημα αναγνωρισμένο Ερευνητικό Κέντρο από το Υπουργείο Παιδείας». Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο Σεβασμιώτατος στον πολιτιστικό οργανισμό «Μαγνήτων Κιβωτός», «που από κοινού με την Ακαδημία Λαϊκού Πολιτισμού, αναδεικνύουν τον πολιτισμό του τόπου μας. Παράλληλα, λειτουργεί ο Αθλητικός Σύλλογος «Δημητριάς», που συμβάλλει στην κοινωνικοποίηση των νέων ΡΟΜΑ, ταυτόχρονα με το Επιμορφωτικό Πρόγραμμα «Απόστολος Θαδδαίος». Όλα αυτά λειτουργούν χάρη στους πολύ καλούς μας συνεργάτες, που εμπιστεύομαι και μέσα στο έργο της Εκκλησίας τους δίνουμε την δυνατότητα να ξεδιπλώσουν τα χαρίσματα και τα ταλέντα τους».
Μητροπολίτης Μάνης: Ο Χριστιανισμός δημιουργεί τον ανώτερο νομικό πολιτισμό
Ο κ. Ιγνάτιος αναφέρθηκε στην δύσκολη απόφασή του να διακοπεί η λειτουργία των εκπαιδευτηρίων της Τοπικής μας Εκκλησίας, λόγω της οικονομικής κρίσης, «απόφαση δύσκολη, που έπρεπε, όμως, να ληφθεί», ενώ έκανε λόγο για το πρόγραμμα της διά βίου μάθησης, στο οποίο εντάσσεται η Μητρόπολή μας και θα λειτουργήσει από τον Σεπτέμβριο: «Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε πότε πρέπει να σταματήσουμε ένα έργο, αν κάτι δεν πήγε καλά να το παραδεχτούμε, γιατί δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε όλα και ο Θεός επιτρέπει να ταπεινωθούμε».
Ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στην εμπειρία της Λειτουργικής ζωής στον τόπο μας: «νιώθω ότι λειτουργώ μαζί με τον λαό και οι άνθρωποι το βιώνουν. Αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά και ψυχική ευφροσύνη». Μίλησε και για τις διοικητικές ευθύνες του Επισκόπου και για τους συνεργάτες που, σε πλαίσιο ελευθερίας και εμπιστοσύνης, επιμερίζονται το διοικητικό έργο.
Ο κ. Ιγνάτιος μίλησε για τους ανθρώπους, που οι συνθήκες της πανδημίας τους προκάλεσαν ποικίλα ψυχολογικά προβλήματα και συνέστησε να μη φοβούνται να απευθύνονται σε ειδικούς, ενώ εξήρε και τον ρόλο των Πνευματικών, που δε σταμάτησαν να δέχονται και να κατευθύνουν πνευματικώς τους ανθρώπους: «Η επικοινωνία είναι εξαιρετικά σημαντική. Δεν είναι λύση το αλκοόλ, η βία και άλλες εξαρτήσεις. Συμπορευόμαστε με την Επιστήμη, που είναι δώρο του Θεού. Η σωστή Επιστήμη συμβάλλει στο να παραμείνουμε σωστοί άνθρωποι, να έχουμε την υγεία μας, ενώ η συνάντηση της σωστής Επιστήμης με την Ορθόδοξη Πνευματικότητα φέρει θαυμάσια αποτελέσματα».
Ο Σεβασμιώτατος ρωτήθηκε και για το ζήτημα του εμβολιασμού για την αντιμετώπιση της πανδημίας: «Έχω εμπιστοσύνη στους γιατρούς μας και δε αμφέβαλα ούτε μια στιγμή. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν οικογένειες, έχουν τις ζωές τους. Θα πρόδιδαν ποτέ την οικογένεια και τον εαυτό τους, προτείνοντάς τους ένα εμβόλιο που κάνει κακό; Δυσκολεύομαι να καταλάβω αυτή τη λογική. Ο Θεός μας δοκιμάζει με την πανδημία, για να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε τέλειοι. Είναι καιρός να ταπεινωθούμε. Την ίδια στιγμή, όμως, μας δίδει την Επιστήμη ως ένα τείχος προστασίας απέναντι στο κακό. Δίνουμε όλοι μαζί την μάχη. Η Εκκλησία μελέτησε το πρόβλημα και τοποθετήθηκε υπεύθυνα. Σε μια μερίδα ανθρώπων κυριαρχεί μια λανθασμένη νοοτροπία, που πιστεύω ότι σταδιακά θα εξομαλυνθεί. Και στην Τοπική μας Εκκλησία προέκυψαν τέτοια φαινόμενα που προσπαθήσαμε να αντιμετωπίσουμε με διακριτικότητα και με πειθώ, διασώζοντας την ενότητα. Το σίγουρο είναι ότι στην Εκκλησία δεν θα ξεχωρίσουμε τους ανθρώπους. Ο καθένας έρχεται στην Εκκλησία για την ψυχή του, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορώ να του πω να μην έρθει. Δεν έχω τέτοιο δικαίωμα».
Ο Σεβασμιώτατος αναγνώρισε ότι η Εκκλησία μας κλήθηκε στην αρχή της πανδημίας ν’ αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη κατάσταση, «με αποτέλεσμα να ληφθούν αποφάσεις που θα μπορούσαν ν’ αποφευχθούν. Πολύ σύντομα, όμως, επικράτησε η ενότητα, η αλληλοκατανόηση, βρέθηκαν οι ισορροπίες και επανήλθε η ηρεμία και ο λαός μας κράτησε την ενότητά του. Αν βγάλουμε την Εκκλησία και την Ορθοδοξία, άλλωστε, από την κοινωνία μας, τί θα μείνει; Αυτή μας ενώνει και αυτό το αναγνωρίζουν οι σώφρονες, είτε πιστεύουν είτε όχι. Πρέπει να κρατήσουμε την ενότητα και την πίστη μας, για να διατηρήσουμε την ιστορία μας, την ιδιοπροσωπία μας».
Μητροπολίτης Φθιώτιδος: «Η Αγία Παρασκευή μας απλώνει γέφυρες»
Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του ο κ. Ιγνάτιος αναφέρθηκε στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, και στην ετοιμότητα που βρέθηκε η Μητρόπολή μας, καθότι «είχαμε εγκαίρως φροντίσει κάθε ενορία να διαθέτει ένα έργο αγάπης και προσφοράς. Δημιουργήσαμε κοινωνικές δομές, με πλήθος εθελοντριών και έτσι ουδείς στερήθηκε το φαγητό του την περίοδο της κρίσης. Δημιουργήσαμε ένα δίκτυο κοινωνικής μέριμνας, συνεργαζόμενοι με τοπικούς φορείς, δημιουργήσαμε το Κοινωνικό Φαρμακείο, που λειτούργησε ως πρότυπο για ανάλογες δράσεις σε άλλα μέρη, ενώ ο «Εσταυρωμένος» φρόντισε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, συμβάλλοντας στο να μη νιώσει κανείς μόνος».
Ο Σεβασμιώτατος ρωτήθηκε για τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας και θύμισε ότι «η Εκκλησία προϋπήρχε του Κράτους στον τόπο μας. Πάνω Της βασίστηκε το Κράτος. Οι σχέσεις, λοιπόν, είναι στενές και διαχρονικές και δεν μπορούν από τη μια στιγμή στην άλλη να διαχωριστούν. Βρισκόμαστε σε συμπόρευση. Από την μεριά της η Πολιτεία έχει μεγάλη ευθύνη έναντι της Εκκλησίας, καθώς εγγυάται τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διατηρεί μέριμνα για τα Ελληνόφωνα Πατριαρχεία της Ανατολής. Γι’ αυτό στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρχει το μοντέλο ενός Κράτους άθρησκου και αδιάφορου. Πρέπει διαρκώς να βρίσκουμε τον τρόπο, η Εκκλησία να λειτουργεί ελεύθερα, μέσα στο πλαίσιο μιας ανεξίθρησκης Πολιτείας και το Κράτος να αναγνωρίζει ότι η Εκκλησία είναι η μοναδική ενοποιός δύναμη, πολύ σημαντική για τον τόπο. Ο ενωμένος λαός θα αποφύγει την ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Όταν ο Έλληνας γνωρίζει την πίστη και την Παράδοσή του, μπορεί να συνυπάρξει με τους ξένους».
Ο κ. Ιγνάτιος αναφέρθηκε, επίσης, στον σοβαρό διάλογο που πρέπει να κάνει η Εκκλησία με τους νέους και να δει νέες ιδέες στο Λατρευτικό κομμάτι, που γέννησε η πανδημία: «Με απασχολεί η επόμενη μέρα της πανδημίας. Δεν θα είμαστε οι ίδιοι. Ο καθένας έχει πόνο μέσα του, έχει στερηθεί πρόσωπα, θέλει απαντήσεις σε σειρά υπαρξιακών ερωτημάτων. Πρέπει να σταθούμε αντάξιοι των περιστάσεων. Αυτή είναι η ευθύνη μας».