
Εξι μήνες μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Τραμπ έχει πλέον διαλύσει και τα τελευταία απομεινάρια προβλεψιμότητας στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα.
Η πολιτική του στους δασμούς χαρακτηρίζεται από αιφνίδιες ανακοινώσεις στα κοινωνικά δίκτυα, μονομερείς επιστολές προς ξένες κυβερνήσεις και πλήρη έλλειψη σαφούς στρατηγικής. Στο εξής, όπως φαίνεται, οι εμπορικές συμφωνίες εξαρτώνται αποκλειστικά από τον ίδιο.
Από την Ινδονησία μέχρι τη Βραζιλία και από την Ε.Ε. έως τον Καναδά, οι εμπορικοί εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών παρακολουθούν με αμηχανία και ανησυχία τις κινήσεις του προέδρου των ΗΠΑ, καθώς κάθε προσπάθεια για διαπραγμάτευση μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή. Χώρες έλαβαν ειδοποιήσεις για επιβολή δασμών μέσω του Truth Social, ενώ αρκετοί αξιωματούχοι έμαθαν για τα μέτρα την ίδια ώρα με το κοινό.
Ο υπουργός Οικονομικών της Ινδονησίας, Αϊρλάνγκα Χαρτάρτο, χαρακτήρισε τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ «λαβύρινθο που σε οδηγεί πίσω στο σημείο μηδέν». Η χώρα του έλαβε ειδοποίηση για δασμούς 32%, όπως είχε ήδη εξαγγελθεί τον Απρίλιο, παρότι, όπως πίστευαν οι Ινδονήσιοι, οι διαπραγματεύσεις είχαν προχωρήσει θετικά.
Ο κίνδυνος δεν περιορίζεται στις χώρες που ήδη έλαβαν επιστολές. Οσες ακόμη περιμένουν, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, γνωρίζουν ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθούν στο στόχαστρο.
Ο ίδιος ο Τραμπ δήλωσε σε συνέντευξή του στο NBC ότι «έρχεται σύντομα και η επιστολή για την Ευρώπη».
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Βιετνάμ: ενώ ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι έκλεισε συμφωνία για δασμούς 20% στα βιετναμέζικα προϊόντα και 40% σε όσα περιέχουν εξαρτήματα από την Κίνα, η κυβέρνηση του Βιετνάμ δεν εξέδωσε καμία επίσημη δήλωση.
Πηγές με γνώση των συνομιλιών δήλωσαν στους New York Times ότι το Ανόι δεν είχε συμφωνήσει σε αυτούς τους όρους και ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται.
Το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται σε δεκάδες χώρες. Ο Καναδάς δέχθηκε δασμούς 35% ύστερα από ένα διήμερο αδιέξοδο στις συνομιλίες, λόγω του σχεδίου φορολόγησης των μεγάλων αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών. Η κυβέρνηση υπαναχώρησε, αλλά και πάλι βρέθηκε να αντιμετωπίζει σκληρούς όρους.
Η Βραζιλία έλαβε επιστολή με δασμούς 50%, με τον Τραμπ να δικαιολογεί το μέτρο επικαλούμενος τη «ντροπιαστική μεταχείριση» του πρώην προέδρου Μπολσονάρου. Ο πρόεδρος Λούλα απάντησε ότι η Βραζιλία είναι κυρίαρχη χώρα και δεν δέχεται απειλές.
Η Ινδία, παρότι διατηρεί θερμές σχέσεις με τις ΗΠΑ, έλαβε ειδοποίηση για δασμούς 200% σε φαρμακευτικά προϊόντα που αποτελεί πλήγμα για μια βιομηχανία με εξαγωγές πάνω από 30 δισ. δολάρια ετησίως στις ΗΠΑ.
Ακόμη και όπου υπάρχουν συμφωνίες-πλαισίου –όπως με τη Βρετανία– ή συμβολικές χειραψίες –όπως με το Βιετνάμ– η σταθερότητα είναι επίπλαστη.
Το γενικότερο μοτίβο παραμένει: κάθε εμπορική συμφωνία, μικρή ή μεγάλη, μπορεί να ακυρωθεί ή να ξαναδιαπραγματευθεί μονομερώς από τον Λευκό Οίκο.
Σύμφωνα με τον Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής μακροοικονομικής της ING, η αβεβαιότητα είναι «δηλητήριο για την παγκόσμια οικονομία».
Ο Aντριου Σμουλ από το German Marshall Fund λέει ότι οι κυβερνήσεις κινούνται πλέον με τη λογική της «διαχείρισης ζημιάς», γνωρίζοντας ότι η στρατηγική των ΗΠΑ βασίζεται στον αιφνιδιασμό και την προσωπική διακριτική ευχέρεια του προέδρου.
Ο ίδιος ο Τραμπ υπερασπίζεται την τακτική του λέγοντας ότι η Αμερική είναι η «μεγαλύτερη και καλύτερη καταναλωτική αγορά στον κόσμο» και άρα έχει το «πάνω χέρι» στις διαπραγματεύσεις.
Ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Κους Ντεσάι δηλώνει ότι «οι χώρες συνεχίζουν να προσφέρουν παραχωρήσεις για να έχουν πρόσβαση στην αμερικανική οικονομία».