Το επιπλέον βάρος που είχε 33χρονη υγιέστατη μητέρα δύο ανήλικων παιδιών την οδήγησε, με την παρότρυνση του γιατρού της, να τοποθετήσει γαστρικό δακτυλίδι προκειμένου να χάσει βάρος.
Ομως κατά την επέμβαση χάλασε το λαπαροσκόπιο, ενώ οι εν συνεχεία ιατρικές παραλείψεις δημιούργησαν μια χιονοστιβάδα αξεπέραστων προβλημάτων υγείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί 4 αλλεπάλληλες ανεπιτυχείς επιδιορθωτικές χειρουργικές επεμβάσεις που τελικά μετά από 17 μέρες την οδήγησαν στον θάνατο. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο σύζυγός έλαβε δάνειο 5.000 ευρώ από την Αγροτική Τράπεζα προκειμένου να δώσει το «φακελάκι» που ζήτησε ο γιατρός για να κάνει την επέμβαση, η οποία την οδήγησε στον θάνατο. Το προκλητικό είναι ότι ο γιατρός καταδικάστηκε σε φυλάκιση μόλις 20 μηνών για ανθρωποκτονία από αμέλεια και παθητική δωροδοκία και του επιβλήθηκε για το «φακελάκι» η πειθαρχική ποινή-χάδι της προσωρινής παύσης ενός έτους.
Αντίθετα, η Διοικητική Δικαιοσύνη επιδίκασε κάτι λιγότερο από 1,3 εκατ. ευρώ στον σύζυγο, στα δύο ανήλικα παιδιά (ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι), στους δύο γονείς και τον αδελφό της (στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται και μηνιαία ποσά μέχρι την ενηλικίωση των παιδιών κ.λπ.).
Η 33χρονη είχε εισόδημα από τις ελιές που διατηρούσε σε νησί του Βορειοανατολικού Αιγαίου, στο οποίο και έμενε οικογενειακώς. Ομως την απασχολούσε η παχυσαρκία της, καθώς ήταν 118 κιλά και είχε ύψος 1,68 μ.
Χάλασε το λαπαροσκόπιο
Ετσι, επισκέφθηκε στη Θεσσαλονίκη καθηγητή πανεπιστημίου και γιατρό δημόσιου νοσοκομείου (ΕΣΥ). Εκεί η άτυχη μητέρα πείστηκε να υποβληθεί σε μια επέμβαση ρουτίνας, όπως τη χαρακτήρισε ο καθηγητής, δηλαδή σε γαστροπλαστική, με τη μέθοδο της λαπαροσκόπησης, προκειμένου να περιοριστεί η χωρητικότητα του στομάχου με περίδεση ρυθμιζόμενου γαστρικού δακτυλιδιού σιλικόνης (τεχνική Mclean). Μάλιστα ως αμοιβή καθορίστηκε το ποσό των 5.000 ευρώ. Πράγματι, η 33χρόνη εισήχθη στο νοσοκομείο εκτός σειράς. Η επέμβαση ξεκίνησε λαπαροσκοπικά, αλλά λόγω τεχνικού προβλήματος που παρουσιάστηκε στο λαπαροσκόπιο, και συγκεκριμένα στον φωτισμό του ενδοσκοπίου, μετατράπηκε σε ανοιχτή επέμβαση.
Αφού οδηγήθηκε στον θάλαμο, αμέσως άρχισαν τα προβλήματα, όπως ταχυκαρδίες, δύσπνοια και δυσχέρεια αναπνοής και τελικά της χορηγήθηκε οξυγόνο. Από εκεί και μετά η κατάσταση της υγείας της ήταν αρνητικά ανεξέλεγκτη. Υποβλήθηκε σε παρακέντηση του αριστερού ημιθωρακίου και αφαιρέθηκαν 500 γραμμάρια υγρού. Αρχισαν πόνοι στην κοιλιά, καθώς υπήρχε διαφυγή περιεχομένου του στομάχου στο σημείο της συρραφής και ξεκίνησε παρεντερική διατροφή. Εισήχθη επειγόντως στο χειρουργείο λόγω περιτονίτιδας, καθώς υπήρχε πυώδης εκροή στο τραύμα και συγκέντρωση υγρού στη σπλήνα. Η υγεία της παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση (οίδημα στα άκρα, πάνω από 110 σφίξεις, δύσπνοια, καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια κ.λπ.) και, όπως καταγράφεται, είχε εισέλθει σε προθανάτια κατάσταση. Τότε της γίνεται διασωλήνωση λόγω γενικευμένης φλεγμονώδους αντίδρασης SIRS (συμπτώματα σήψης) και καθολικής ανεπάρκειας. Εισάγεται για τρίτη φορά στο χειρουργείο για καθαρισμό κοιλιακής χώρας, τοποθέτηση παροχετεύσεων κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά η κατάσταση χειροτερεύει. Εισάγεται για 4η φορά στο χειρουργείο λόγω αθρόας αιμορραγίας και υποβάλλεται σε νέα πλύση περιτοναϊκής κοιλότητας. Ομως η κατάσταση δεν ήταν πλέον αναστρέψιμη και 17 μέρες μετά την πρώτη επέμβαση απεβίωσε.
Μετά το μοιραίο συμβάν έγινε ένας αγώνας δρόμου για να προσδιοριστεί το βάρος και το ύψος της (δείκτης μάζας σώματος), καθώς αυτό καθόριζε την αναγκαιότητα ή όχι της επέμβασης.
Ετσι, τόσο το ύψος όσο και το βάρος άλλαξαν αρκετές φορές σε δημόσια έγγραφα -όπως αποφάνθηκε γραφολόγος-, γι’ αυτό και εμφανίζονται διάφορες καταγραφές, όπως 118, 108 και 105 κιλά και ύψος 1,68, 1,72 κ.λπ.
Μάλιστα υποστηρίχθηκε -αλλά δεν αποδείχθηκε- ότι λόγω της παχυσαρκίας της αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και ήταν σε φαρμακευτική αγωγή, όπως και ότι αντιμετώπιζε και άλλα προβλήματα υγείας.
Τα ιατρικά λάθη
Τόσο το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης όσο και το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι δεν υπήρχαν οι αναγκαίες επιστημονικές ενδείξεις που καθιστούσαν αναγκαία την επέμβαση, παρά τα όσα αντίθετα υποστήριζαν ο γιατρός και το νοσοκομείο, ενώ η συναίνεση της 33χρονης για την επέμβαση δόθηκε σύμφωνα με όσα της είπε ο γιατρός περί αναγκαιότητας διενέργειας της επέμβασης. Μάλιστα, σύμφωνα με όλα τα επιστημονικά και πραγματικά δεδομένα, ο γιατρός «όφειλε να απέχει από τη διενέργεια της επέμβασης και να παραπέμψει τη θανούσα σε ενδοκρινολόγο, ψυχολόγο και διαιτολόγο» και όχι να την πείσει ότι «πρόκειται για επέμβαση ρουτίνας» και έτσι να συναινέσει στη διεξαγωγή της.
Ακόμη, μετεγχειρητικά ο γιατρός εσφαλμένα εκτίμησε την κλινική κατάσταση και την εργαστηριακή εικόνα της, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα «να μην προβεί στη δέουσα ιατρική φροντίδα», ενώ δεν διαπίστωσε εγκαίρως, παρά μετά την πάροδο 5 ημερών, ότι υπήρχε «διαφυγή του περιεχομένου του στομάχου από το σημείο συρραφής και πυορροή αυτού». Αλλά και οι τρεις μεταγενέστερες της αρχικής επεμβάσεις «δεν προσέφεραν στην αποκατάσταση της υγείας της, αλλά αντιθέτως την επιβάρυναν περισσότερο».
Τελικά κρίθηκε ότι ο θάνατος οφείλεται σε παραλείψεις του θεράποντος γιατρού, ενώ η πρώτη επέμβαση έγινε χωρίς να υπάρχουν οι αναγκαίες ιατρικές ενδείξεις και με «πληροφορημένη συναίνεση».