Η Γαλλική Εκστρατεία στην Αίγυπτο και τη Συρία (1798-1801) ήταν η εκστρατεία του Μεγάλου Ναπολέοντα στην Ανατολή, με σκοπό να προστατέψει τα γαλλικά εμπορικά συμφέροντα, να υπονομεύσει τη βρετανική πρόσβαση στην Ινδία και τις Ανατολικές Ινδίες και να εκσυγχρονίσει την επιστημονική έρευνα στην περιοχή.
Οι λόγοι αυτοί αποτέλεσαν τον πρωταρχικό σκοπό της Μεσογειακής Εκστρατείας του 1798, που περιελάμβανε επίσης μια σειρά ναυτικών συγκρούσεων και την κατάληψη της Μάλτας.
Παρά τις πολλές αποφασιστικές νίκες και μια αρχικώς επιτυχή εκστρατεία στη Συρία, ο Ναπολέων και η Στρατιά του της Ανατολής αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, μετά την αυξανόμενη πολιτική δυσαρμονία στη Γαλλία, τις συγκρούσεις στην Ευρώπη και την ήττα του γαλλικού στόλου στη ναυμαχία του Νείλου.
Προετοιμασίες
Τον καιρό της αποστολής, το Διευθυντήριο είχε την εκτελεστική εξουσία στη Γαλλία. Ο στρατός ήταν το εχέγγυο αποτροπής των ιακωβινικών και βασιλικών απειλών, με το στρατηγό Ναπολέοντα Βοναπάρτη ήδη επιτυχημένο διοικητή, κυρίως λόγω της ιδιοφυούς ηγεσίας του κατά την Ιταλική Εκστρατεία.
Τον Αύγουστο του 1797, ο Ναπολέων πρότεινε με γράμμα του στο Διευθυντήριο, μια στρατιωτική εκστρατεία για την κατάληψη της Αιγύπτου, επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον πόλεμο Οθωμανών-Μαμελούκων (1516-1517), ώστε να προστατευτεί το γαλλικό εμπόριο στην περιοχή καθώς και να αναχαιτιστεί το βρετανικό εμπόριο και η δυνατότητα πρόσβασης των Βρετανών στην Ινδία και τις Ανατολικές Ινδίες, μιας και η Αίγυπτος ήταν σε στρατηγική θέση για τον έλεγχο των εμπορικών οδών της περιοχής.
Ο Βοναπάρτης επιδίωκε να καθιερώσει τη γαλλική παρουσία στη Μέση Ανατολή, με το απώτερο σχέδιο ένωσης με το μουσουλμάνο εχθρό των Βρετανών στην Ινδία, τον Τίπου Σαχίμπ. Καθώς η Γαλλία δεν ήταν έτοιμη για μια κατά μέτωπο επίθεση στη Μεγάλη Βρετανία, το Διευθυντήριο αποφάσισε να παρέμβει έμμεσα και να προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα μέτωπο στη Μεσόγειο, ενώνοντας την Ερυθρά Θάλασσα με τη Μεσόγειο, εξετάζοντας την κατασκευή του Καναλιού του Σουέζ.
Τον καιρό του σχεδιασμού της εκστρατείας, η Αίγυπτος ήταν οθωμανική επαρχία υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, έχοντας πετύχει ντε φάκτο την αυτονομία της, μετά την απόσχιση των Μαμελούκων. Στη Γαλλία, οι διανοούμενοι θεωρούσαν την Αίγυπτο ως λίκνο του δυτικού πολιτισμού και επιθυμούσαν την εξαγωγή των αρχών του Διαφωτισμού στους Αιγύπτιους. Γάλλοι έμποροι ήδη εγκατεστημένοι στον ποταμό Νείλο διαμαρτύρονταν για διωγμούς από τους Μαμελούκους και ο Ναπολέων επιθυμούσε να βαδίσει στα χνάρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το Διευθυντήριο συμφώνησε με το σχέδιο του Ναπολέοντα το Μάρτιο του 1798. Αν και προβληματισμένο από το εύρος και το κόστος της επιχείρησης, συμφώνησε με το σχέδιο κυρίως για να απομακρύνει το δημοφιλή και υπερ-φιλόδοξο στρατηγό από το κέντρο της εξουσίας, σκοπός που παρέμεινε επί μακρό χρονικό διάστημα μυστικός.
Πριν την αναχώρηση από την Τουλόν
Πάμπολλες φήμες ανέφεραν ότι 40.000 στρατιώτες και 10.000 ναύτες συγκεντρώθηκαν στα λιμάνια της Μεσογείου και ένας μεγάλος στόλος στην Τουλόν, με 13 πλοία της γραμμής, 14 φρεγάτες και 400 μεταφορικά πλοία. Για να αποφύγουν τον εντοπισμό από το βρετανικό στόλο του ναυάρχου Νέλσωνα, ο προορισμός των γαλλικών δυνάμεων παρέμεινε μυστήριο, γνωστός μόνο στο Βοναπάρτη και τους στρατηγούς του Μπερτιέ και Καφφαρελλί και το μαθηματικό Γκασπάρ Μονζ. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης ορίστηκε αρχηγός της εκστρατείας, με υφιστάμενους αξιωματικούς τους Τομά Αλεξάντρ Ντυμά, Κλεμπέρ, Ντεσαί, Μπερτιέ, Καφφαρελλί, Λαν, Νταμά, Μυρά, Αντρεοσσί, Μπελλιάρ, Μενού, Ζάγιατσεκ κ.ά. Υπασπιστές του ορίστηκαν ο αδελφός του Λουδοβίκος Βοναπάρτης και οι Ντιρόκ, Εζέν ντε Μπωαρναί, Τομά Προσπέρ Ζυλλιέν και ο Πολωνός ευγενής Σουλκόφσκι.
Ο μεγάλος στόλος στην Τουλόν ενώθηκε με ναυτικές μοίρες από τη Γένοβα, την Τσιβιταβέκκια, τη Μπαστιά και ετέθη υπό τις διαταγές του ναυάρχου Μπρυεΐ και υποναύαρχους τους Βιλνέβ, Ντυ Σαϊλά, Ντεκρέ και Γκαντώμ.