
Με αφορμή τον πρόσφατο τραγικό θάνατο ενός περιπατητή σε δάσος της Δράμας, που αποδίδεται σε σπρώξιμο αρκούδας, επανέρχεται στο προσκήνιο η παρουσία του άγριου αυτού ζώου στην Ελλάδα, αλλά και η ιδιαίτερη σχέση του με τον άνθρωπο, τόσο στη φύση όσο και στη φαντασία του.
Η αρκούδα –και ειδικότερα η καφέ, αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά θηλαστικά της Βαλκανικής. Φυτοφάγο ζώο στη πλειοψηφία των διατροφικών του συνηθειών, αρκείται σε καλαμπόκι, φρούτα, φύλλα, βελανίδια, μυρμήγκια και κάμπιες. Η αδυναμία της στο μέλι είναι παροιμιώδης, καθώς το αναζητά αδιαφορώντας για τα τσιμπήματα των μελισσών. Τρώει μόνο όταν πεινά και, σύμφωνα με την παράδοση, δεν καταδέχεται να τραφεί με ανθρώπους ή πτώματα. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος της με την αλεπού: «Καλύτερα να τρως πεθαμένους, παρά ζωντανούς».
Γενικά φιλήσυχη, αποφεύγει τον άνθρωπο και σπάνια επιτίθεται, μόνο όταν αισθανθεί ότι απειλείται, τρομάξει ή πληγωθεί. Τότε μεταμορφώνεται σε ένα τρομακτικό πλάσμα: στέκεται στα δύο της πόδια, ουρλιάζει, μπορεί να κυνηγήσει, να ρίξει αντικείμενα ή να τραυματίσει θανάσιμα με την τεράστια δύναμη της.
Τους προηγούμενους αιώνες οι επιθέσεις αρκούδων σε ανθρώπους ή οικόσιτα ζώα είναι πολύ συχνότερες. Οι λόγοι είναι απλοί: περισσότερα δάση, ακμαίοι πληθυσμοί αρκούδων, ζουν κοντά στη φύση και σε ορεινά τοπία. Αντιθέτως, σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει ριζικά. Ο πληθυσμός των αρκούδων είναι περιορισμένος, οι δασικές περιοχές λιγότερες και η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει ελαχιστοποιηθεί στα δάση αφού έχει μεταφερθεί στις πόλεις.
Η σχέση όμως του ανθρώπου με την αρκούδα διασώζεται διαχρονικά, τόσο στην ελληνική μυθολογία όσο και στη λαϊκή παράδοση. Η ελληνική μυθολογία αναφέρει ότι η άρκτος είναι νύμφη, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Λυκάονα και εθνική θεά της Αρκαδίας. Την ερωτεύεται ο Δίας και από την ένωσή τους γεννιέται πατριάρχης των Αρκάδων, Αρκάς.
Στη δημοτική ποίηση η αρκούδα αναφέρεται είτε ως σύμβολο αγριότητας, είτε ως στοιχείο φόβου για τον θάνατο:
«Ποιος είδε τον αμάραντο, σε ποιο βουνό φυτρώνει;
Τον τρων τα λάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια κι ημερεύουν,
τον τρων τα λάγια πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους.»
Ή ακόμη:
«Σύντροφοι μην μ’ αφήσετε σ’ αυτόν τον έρμον τόπο
εδώ είναι αγρίμια να με φαν, αρκούδια να με σχίσουν,
εδώ είναι φίδια με φτερά και με δεκαοκτώ κεφάλια.»