Τζακ ο Αντεροβγάλτης (Jack the Ripper) είναι το ψευδώνυμο που δόθηκε σε έναν αγνώστου ταυτότητας δολοφόνο ο οποίος δρούσε στην περιοχή Ουάιτσάπελ του Λονδίνου στα τέλη του 19ου αιώνα ξεκινώντας από το 1888.
Το όνομα άρχισε να χρησιμοποιείται απο την μέρα που κάποιος έστειλε ένα γράμμα στο Κεντρικό Γραφείο Ειδήσεων του Λονδίνου, ισχυριζόμενος πως είναι ο δολοφόνος με αυτό το όνομα.
Τα θύματα ήταν γυναίκες οι οποίες έβγαζαν χρήματα ως πόρνες. Οι φόνοι συνέβαιναν σε δημόσιους χώρους (εκτός από τον φόνο της Μαίρη Τζέιν Κέλλυ) την νύχτα ή τα ξημερώματα. Ο λαιμός των θυμάτων ήταν κομμένος και το σώμα ήταν ακρωτηριασμένο. Διάφορες θεωρίες υποστηρίζουν πως τα θύματα στραγγαλίζονταν πρώτα έτσι ώστε να μην φωνάζουν, κάτι το οποίο εξηγεί και την έλλειψη αίματος στις σκηνές των εγκλημάτων.
Η αφαίρεση των εσωτερικών οργάνων από τρία θύματα έκανε μερικούς αστυνομικούς της εποχής να πιστεύουν πως ο δολοφόνος κατείχε ανατομική ή χειρουργική γνώση.
Οι εφημερίδες άρχισαν να δίνουν όλο και πιο εκτεταμένη προβολή στο θέμα, κυρίως στην αγριότητα των επιθέσεων και στην αδυναμία της αστυνομίας στο να το συλλάβει τον δολοφόνο, ο οποίος φαίνεται ότι ξέφευγε από την αστυνομία για μερικά λεπτά.
Επειδή η ταυτότητα του δολοφόνου δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ η ιστορία των γεγονότων έχει λάβει και ένα χαρακτήρα αστικού μύθου με μια μίξη ιστορικών και φανταστικών στοιχείων. Πολλοί συγγραφείς, ιστορικοί και ερασιτέχνες ερευνητές έχουν προτείνει διάφορες θεωρίες σχετικά με την ταυτότητα (ή ταυτότητες) του δολοφόνου και των θυμάτων του.