Τα Αναστενάρια είναι ένα ιδιότυπο λατρευτικό έθιμο που συνδέεται με τη γιορτή των Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης (21 Μαΐου). Κύρια χαρακτηριστικά του, είναι ο εκστατικός χορός και η πυροβασία όσων, ανδρών και γυναικών, μετέχουν σ’ αυτό.
Όπως διαβάζουμε σε ιστοσελίδα, τα Αναστενάρια, γίνονταν παλαιότερα σε μια περιοχή της επαρχίας Σωζοαγαθουπόλεως της Βορειοανατολικής Θράκης, η οποία περιβάλλεται από ψηλά βουνά και ήταν δύσκολη η επικοινωνία με τα γειτονικά μέρη. Κέντρο της εθιμικής αυτής εκδήλωσης, ήταν το Κωστί, το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής. Τα Αναστενάρια, με το όνομα Νεστινάρκα, ήταν γνωστά και σε γειτονικά βουλγαρικά χωρία στα οποία μεταδόθηκαν από τους Έλληνες.
Μετά το 1923, οι κάτοικοι των χωριών αυτών εγκαταστάθηκαν, κυρίως, σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας, μεταφέροντας μαζί και τα έθιμά τους. Τα Αναστενάρια, αναβιώνουν σήμερα στην Αγία Ελένη Σερρών, κατά κύριο λόγο, καθώς εποικίστηκε αποκλειστικά με κατοίκους από το Κωστί, στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, στη Μελίκη Ημαθίας και τη Μαυρολεύκη Δράμας.
Η παλαιότερη περιγραφή του εθίμου, ανήκει στον Α. Χουρμουζιάδη, ο οποίος το 1872 μίλησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της οποίας ήταν καθηγητής. Η ομιλία του με τίτλο «Περί των Αναστεναρίων και άλλων τινών παραδόξων εθίμων και προλήψεων», κυκλοφόρησε το 1873 σε φυλλάδιο 28 σελίδων κι έτσι τα Αναστενάρια έγιναν ευρύτερα γνωστά.
Το έθιμο στη χώρα μας, έχει υποστεί αλλαγές, αλλοιώσεις και απλοποιήσεις. Έτσι για περίπου 20 χρόνια, τελούνταν, αλλά κρυφά. Το 1943, με ενέργειες του προέδρου της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών Άγγελου Τανάγρα στη Μαυρολεύκη Δράμας, η πυροβασία έγινε δημόσια. Πρόκειται για το στάδιο των Αναστεναρίων, το οποίο είναι το γνωστότερο από όλο το έθιμο. Τότε έγινε και επιστημονικός έλεγχος που διαπίστωσε την ακαΐα όσων συμμετείχαν στα Αναστενάρια, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει το ενδιαφέρον για το έθιμο.
Οι προετοιμασίες
Η τελετή, ξεκινά το απόγευμα της 20ης Μαΐου στο σπίτι του αρχιαναστενάρη, το κονάκι, όπου συγκεντρώνονται αναστενάρηδες (άντρες και γυναίκες), με φανερή αγωνία.
Κάποια στιγμή, αργά το βράδυ, με νεύμα του αρχιαναστενάρη, το νταούλι και η λύρα, αρχίζουν να παίζουν τους σκοπούς της τελετής.
Οι αναστενάρηδες, κάθιδροι και κάτωχροι, υψώνουν παρακλητικά τα χέρια προς τις «Χάρες» (εικόνες του Αγίου Κωνσταντίνου που είχαν παρθεί από την εκκλησία όπου πήγαιναν με πομπή και μουσική). Οι εικόνες αυτές, που είναι γνωστές και ως «Παππούδες», τοποθετούνται σε ένα είδος υφασμάτινης σακούλας που λέγεται «ποδιά». Ξαφνικά, ακούγονται επιφωνήματα και στεναγμοί.
Όπως πιστεύουν οι αναστενάρηδες, ο Άγιος Κωνσταντίνος, έχει «εγκαλέσει» τους εκλεκτούς του. Αυτοί, αρχίζουν εκστατικό χορό, κρατώντας στα χέρια τους εικόνες, ποδιές ή αμανέτια (μαντίλια, που αποτελούν προγονικά κειμήλια και θεωρούνται «ισοδύναμα» με τις «Χάρες»).
Αν και κάποια στιγμή, αρχίζουν να εξαντλούνται από τον μυστικιστικό χορό, ο αρχιαναστενάρης τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν. Ο χορός τελικά, διαρκεί ως τα μεσάνυχτα.
Ανήμερα της γιορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, οι εικόνες μεταφέρονται από το κονάκι στην εκκλησία για να λειτουργηθούν.
Μετά την απόλυση της εκκλησίας, ακολουθεί η θυσία ενός ζώου, σε χώρο όπου υπάρχει αγίασμα. Στον χώρο αυτό, μεταφέρονται οι εικόνες με πομπική πορεία και εκστατικό χορό και τοποθετούνται σε πρόχειρο προσκυνητάρι. Ακολουθεί τέλεση αγιασμού, προσφορά αγιάσματος, προσκύνηση των εικόνων και αποχώρηση.
Ο εκστατικός χορός, επαναλαμβάνεται την επόμενη μέρα στο κονάκι, με αυξανόμενη ένταση. Μόλις βραδιάζει, οι αναστενάρηδες με πομπική πορεία και χορεύοντας διαρκώς, κατευθύνονται στην πλατεία του χωριού. Εκεί, άλλοι αναστενάρηδες, που έχουν προγονικό το προνόμιο αυτό, μετά από μήνυμα του αρχιαναστενάρη, έχουν ανάψει σωρό από ξύλα, που γρήγορα μεταβάλλονται σε ανθρακιά. Ο χορός με μεγαλύτερη ένταση και πάθος, συνεχίζεται γύρω από την ανθρακιά. Από τον όμιλο των αναστενάρηδων, ξαφνικά ξεχωρίζουν μερικοί άντρες και γυναίκες. Κρατώντας σφιχτά τις εικόνες και τα αμανέτια, προχωρούν προς τα αναμμένα κάρβουνα. Μετά από ένα μικρό δισταγμό, κατευθύνονται με γυμνά πόδια στην ανθρακιά και χορεύουν πάνω στα κάρβουνα. Αυτοί θεωρούνται οι εκλεκτοί που, όπως πιστεύεται, πήραν την εντολή από τον άγιο να πυροβατήσουν τη χρονιά αυτή.
Οι κινήσεις τους είναι γρήγορες, το πάθος και ο εκστασιασμός τους φανερά. Το όλο σκηνικό, είναι παράδοξο και εξώκοσμο.
Με το τέλος της πυροβασίας, θα επιστρέψουν μαζί με τους άλλους αναστενάρηδες στο κονάκι, όπου θα συνεχίσουν τον χορό.
Την επόμενη μέρα (22 Μαΐου), μια ομάδα θα γυρίσει τα σπίτια του χωριού, με τις εικόνες και τα θυμιάματα, καθώς πιστεύεται ότι με την περιφορά αυτή απομακρύνεται κάθε κακό απ’ το χωριό.
Το βράδυ της 22ας Μαΐου, γίνεται πυροβασία στον Λαγκαδά και το βράδυ της 23ης Μαΐου, πυροβασία στην Αγία Ελένη και τον Λαγκαδά και έτσι ολοκληρώνεται ο τελετουργικός κύκλος των Αναστεναρίων.
Πόσο παλιά είναι τα Αναστενάρια;
Όπως αναφέραμε, η παλαιότερη περιγραφή για τα Αναστενάρια, υπάρχει στον Α. Χουρμουζιάδη (1872).
Κάποιοι θεωρούν, ότι οι ρίζες του εθίμου πρέπει να αναζητηθούν στην αρχαία, οργιαστική λατρεία του Διόνυσου. Ενισχύουν την άποψή τους, με τα επιχειρήματα ότι κοιτίδα της διονυσιακής λατρείας και των Αναστεναρίων, είναι η περιοχή γύρω από τον Αίμο, ενώ βασικό στοιχείο και των δύο, είναι ο εκστασιασμός των πιστών.
Ο Κ. Ρωμαίος, περιγράφει τα Αναστενάρια ως «γιορτή που έχει χριστιανική πρόσοψη και προχριστιανικό εσωτερικό, αφομοιωμένο όμως και αδιάσπαστο με τη χριστιανική πίστη». Τοποθετεί μάλιστα την έναρξη του εθίμου, ως συγκροτημένη μορφή λαϊκής λατρείας, γύρω στον 5ο αιώνα.
Ο Γ. Α. Μέγας, αν και αρχικά είχε ταχθεί με τη σύνδεση των Αναστεναρίων με τη διονυσιακή λατρεία, σε νεότερη εργασία του, βασιζόμενος σε αυτοψία και στην πλούσια ελληνική αλλά και βουλγαρική βιβλιογραφία, συμπέρανε ότι είναι έθιμο χριστιανικό, του οποίου η αρχή πρέπει να αναζητηθεί στα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Μάλιστα, ο Κ. Ρωμαίος, έγραψε χαρακτηριστικά ότι: «η προσκόλληση των αναστενάρηδων στη φανατική και αποκλειστική λατρεία των δύο αγίων (Κωνσταντίνου και Ελένης) είναι παλαιά και το πρώτο φανέρωμά της σωστό είναι να ζητηθεί στην εποχή του μεγάλου ενθουσιασμού των χριστιανών για τον προστάτη τους αυτοκράτορα και τη φιλικότατη γι’ αυτούς μητέρα του».
Η Κατερίνα Κακούρη («Διονυσιακά», 1963), εξετάζει τη διαμόρφωση της τελετουργίας των Αναστεναρίων, πάνω σε παλαιότερες, αρχαίες ενθουσιαστικές μορφές θρακικής και μικρασιατικής διονυσιακής λατρείας, που πήραν και χριστιανικά στοιχεία.
Το έθιμο ήταν πιθανότατα γνωστό στα βυζαντινά χρόνια. Σε μαρτυρία σε ελληνικό κώδικα της μαρκιανής Βιβλιοθήκης, γίνεται λόγος για «δαιμονολήπτους, ους Ασθενάρια τινές ονομάζουσι». Ο Ν. Βέης που δημοσίευσε το σχετικό απόσπασμα (Βυζαντίς Α’, 1909, σ. 48-50), είναι σίγουρος ότι τα Ασθενάρια είναι τα σημερινά Αναστενάρια.
Αλλά και ο Ν. Γ. Πολίτης (Λαογραφία Α’, 1909, σ. 343-345), γράφει ότι «τα κείμενα τα οποία παραθέτει ο Βέης, είναι αναμφισβήτητον ότι αναφέρονται εις τα Αναστενάρια και μαρτυρούσι την ύπαρξιν τούτων επί της βασιλείας του Ισαακίου Β’ του Αγγέλου και δη εν έτει 1183».
Στο «Ταμείον Ορθοδοξίας» που γράφτηκε από τον επίσκοπο Καμπανίας (περιοχή της Μακεδονίας) Θεόφιλο και εκδόθηκε στη Βενετία το 1780, γίνεται λόγος για άγιες εικόνες, τις οποίες σηκώνουν οι πιστοί και τρέχουν μ’ αυτές. Αν και δεν κάνει σαφή περιγραφή στα Αναστενάρια, όπως παρατηρεί ο Κ. Ρωμαίος, φαίνεται ότι γνώριζε την ύπαρξή τους.
Εκκλησία και Αναστενάρια
Για περισσότερα από 20 χρόνια, τα Αναστενάρια γιορτάζονταν κρυφά, καθώς υπήρχε ο φόβος της Εκκλησίας και των ντόπιων (γηγενών), στις περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι Θρακιώτες πρόσφυγες.
Λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πρόεδρος της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, Άγγελος Τανάγρας, κατάφερε να βρει τους Αναστενάρηδες στα νέα τους χωριά στη Μακεδονία.
Ο Τανάγρας πίστευε ότι όταν οι Αναστενάρηδες βρίσκονται σε έκσταση, τα σώματά τους έβγαζαν κάποιο είδος «ραδιενέργειας» ή «ψυχικής ακτινοβολίας», που σχημάτιζε μια «απυροφλεγή ασπίδα» προστασίας γύρω από τα πόδια τους. Η μεγάλη πίστη των Αναστενάρηδων στον Άγιο Κωνσταντίνο προστάτευε τα πόδια τους από τις κανονικές «φυσιοχημικές αντιδράσεις» και τα έκανε άτρωτα στη φωτιά. Ο Τανάγρας, ήταν σίγουρος ότι οι Αναστενάρηδες ανήκουν στη σφαίρα των υπερανθρώπων και ότι με το φαινόμενο της ακαΐας, γελοιοποιούνται οι σοφές θεωρίες και οι φτωχές γνώσεις μας.
Το 1947, οι αναστενάρηδες της Αγίας Ελένης, χόρεψαν για πρώτη φορά δημόσια. Ο πρόεδρος της Ιερά Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενημέρωσε τον Μητροπολίτη Σερρών, ότι τα Αναστενάρια αποτελούσαν «ειδωλολατρικόν και αναγόμενον εις τας οργιαστικάς εορτάς του Διονύσου υπόλειμμα δέον να καταργηθεί χρησιμοποιουμένων πάντων των πνευματικών μέσων των υπό της Εκκλησίας διατεθειμένων».
Το 1951, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, εξέφρασε την άποψη ότι τα Αναστενάρια ήταν «εις πλήρη αντίθεσιν προς την πίστιν και τας τελετάς λατρείας της χριστιανικής θρησκείας». Η ελληνική Εκκλησία, κατηγόρησε επίσης τους αναστενάρηδες για χορούς ιεροσυλίας με ιερές εικόνες, για πανηγύρια όπου «πίθους όλους οινοπνεύματος ροφήσωσιν» και όπου επιτρέπονται «τα όργια της Αφροδίτης». Έτσι σύμφωνα με την Εκκλησία η ικανότητα των αναστενάρηδων να πυροβατούν, δεν πηγάζει από τον Θεό αλλά από τον σατανά.
Ο αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, στο βιβλίο του «Τα Αναστενάρια» (Πώς εξηγούνται), γράφει χαρακτηριστικά:
«Τ’ Αναστενάρια είναι ή καταντούν σύμμαχοι των αντίχριστων δυνάμεων, γιατί βοηθούνε τις δυνάμεις αυτές να καλλιεργούν την σύγχυση μεταξύ των Χριστιανών, τη σύγχυση στα θαύματα που κάνει ο Θεός…». Και παρακάτω «Τα Αναστενάρια, είναι σατανικά. Αυτό αποδεικνύεται από την ιστορία τους, από την τέλεσίν τους, από τους υποστηρικτάς τους, από το ότι τα απαγορεύει ο Θεός και τα καταδικάζει η Εκκλησία».
Το φαινόμενο της ακαΐας - Υπάρχει εξήγηση; - Οι απόψεις των επιστημόνων
Για τα φαινόμενα της ακαΐας και της αναλγησίας των πυροβατών, το σίγουρο είναι ότι δεν αποτελεί τέχνασμα ή απάτη. Οι ίδιοι αναστενάρηδες, τα συνδέουν με μια παράδοση. Κάποτε εκδηλώθηκε φωτιά στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου (κατά μια εκδοχή, στον Λαγκαδά το 1250). Το εκκλησίασμα βγήκε πανικόβλητο από το ναό. Οι πιστοί όμως, επέστρεψαν στην εκκλησία για να σώσουν τις εικόνες που αναστέναζαν και ζητούσαν βοήθεια. Οι εικόνες σώθηκαν και κανείς πιστός δεν έπαθε τίποτα από τις φλόγες. Σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού, καθιερώθηκε η πυροβασία.
Κατά μια εκδοχή, η ακαΐα και η αναλγησία των αναστενάρηδων, οφείλονται στην έκστασή τους από αυθυποβολή ή ετεροϋποβολή. Με την επίδραση του ήχου από τα μουσικά όργανα, των θυμιάσεων, της όλης κατανυκτικής ατμόσφαιρας κατά την πολυήμερη προετοιμασία τους και με τη δύναμη της πίστης τους, αυτοσυγκεντρώνονται,, οι αισθήσεις τους ελαττώνονται βαθμιαία, όπως και η συνείδησή τους και πέφτουν σε έκσταση που κορυφώνεται με το αντίκρισμα της φωτιάς.
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η ακαΐα πρέπει να αποδοθεί σε υπερβολική εφίδρωση των ποδιών κατά την πυροβασία. Ο ιδρώτας με τα άλατα που περιέχει συγκρατεί νερό, το οποίο εξατμίζεται στη φωτιά και δημιουργεί απομονωτικό προστατευτικό στρώμα ατμού γύρω από το δέρμα. Οι αναστενάρηδες, πριν την πυροβασία, ιδρώνουν υπερβολικά κα διψούν πολύ. Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι την ώρα που χορεύουν πάνω στην ανθρακιά, βλέπουν την Αγία Ελένη να τους ρίχνει νερό και να τους δροσίζει.. Η υπερίδρωση γίνεται πιο αποτελεσματική με την ταχύτητα κατά το βάδισμα πάνω στη φωτιά κι έτσι το θερμικό ερέθισμα δεν προλαβαίνει να προκαλέσει εγκαύματα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, Γερμανοί επιστήμονες, προσπάθησαν με πολλές μελέτες, με επίκεντρο τους Αναστενάρηδες του Λαγκαδά να εξηγήσουν το φαινόμενο της ακαΐας. Κατέγραψαν τη θερμοκρασία που είχαν τα κάρβουνα (400-900 βαθμούς κατά τη Βικιπαίδεια) και ανέλυσαν σε ταινία με αργό γύρισμα τις κινήσεις των Αναστενάρηδων για να δουν πόση ώρα ακριβώς τα πόδια τους ήταν σ’ επαφή με τη φωτιά.
Πήραν επίσης δείγματα επιδερμίδας από τα πόδια τους και τοποθέτησαν ηλεκτροεγκεφαλογράφους στα κεφάλια των Αναστενάρηδων, όπως επίσης, ηλεκτροκαρδιογράφους και ψυχογαλβανόμετρα. Έτσι μπόρεσαν να μελετήσουν την πορεία των εγκεφαλοκυμάτων, του ρυθμού της καρδιάς και της ηλεκτρικής αντίστασης του δέρματος και να διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως μυστηριώδης ή μεταφυσική εξήγηση στο φαινόμενο της ακαΐας.
Σε ανάλογα συμπεράσματα, έφτασε μια άλλη ομάδα Γερμανών επιστημόνων που μελέτησαν σχολαστικά την πυροβασία των Αναστενάρηδων και «πυροβάτησαν» σε συνθήκες εργαστηρίου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι αναμφίβολα εφικτό «για κοινούς ανθρώπους, να περπατήσουν ξυπόλυτοι πάνω σε κάρβουνα δίχως καμία ειδική προετοιμασία, μεταβολή της συνειδησιακής κατάστασης ή τεχνική βαδίσματος».
Άλλωστε, περιπτώσεις πυροβασίας αναφέρονται από την αρχαιότητα. Ο Στράβων, στα «Γεωγραφικά» του (12, 537,7) κάνει λόγο για ιερό της Άρτεμης στα Καστάβαλα της Καππαδοκίας, «όπου φασί τας ιερείας γυμνοίς τοις ποσί δι’ ανθρακιάς βαδίζειν απαθείς».
Φαινόμενα πυροβασίας, έχουν αναφερθεί επίσης, εκτός από την Ελλάδα στην Ινδία, τη Β. Αυστραλία, τη Σρι Λάνκα, την Πολυνησία και αλλού.
Υπάρχουν βέβαια πάντα και κάποιοι δύσπιστοι…
Ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας, σ’ ένα ρεπορτάζ στα «Επίκαιρα» (14-20 Ιουνίου 1974), με τίτλο «Χορός σε αναμμένα κάρβουνα», γράφει για μια ομάδα ανδρών, σ’ ένα χωριό κοντά στην Αγία Ελένη των Σερρών, που οργάνωσαν πυροβασίες. Αυτοί οι άντρες, χόρεψαν στη φωτιά κρατώντας μπουκάλια κρασιού και γυναικεία εσώρουχα, ενώ τραγουδούσαν άσεμνα καρναβαλικά τραγούδια. Ήθελαν να αποδείξουν ότι οποιοσδήποτε μπορεί να περπατήσει στη φωτιά. Ισχυρίστηκαν ότι δεν κάηκαν ή ότι κι αν μερικές φορές κάηκαν, αυτό οφειλόταν στο ότι η φωτιά που άναψαν ήταν πολύ μεγάλη. Οι Αναστενάρηδες, ισχυρίστηκαν ότι κάηκαν ή ότι αν μερικές φορές δεν κάηκαν, αυτό οφειλόταν στο ότι η φωτιά που άναψαν ήταν πολύ μικρή!