Οι τιμές στις κατοικίες, είτε σε διαμερίσματα, είτε μονοκατοικίες, αυξάνονται κατακόρυφα και δεν φαίνεται πως θα αλλάξει σύντομα αυτή η κατάσταση.
Το σημείο που έχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον και καθορίζει τις τάσεις είναι ότι η σταθερή αύξηση των τιμών που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια δεν τις έχει ακόμη οδηγήσει, σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις, σε επίπεδα “κορύφωσης”. Γεγονός που όπως επισημαίνεται σε διαδοχικές μελέτες οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε συνδυασμό με τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της ελληνικής οικονομίες και τις αντοχές στις νέες προκλήσεις η αυξητική τάση των τιμών θα συνεχιστεί.
Στην αύξηση στις τιμές των ακινήτων καθοριστική συμβολή έχει η ζήτηση για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών τόσο από ξένους όσο και από Έλληνες, καθώς και το γεγονός ότι οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα είναι ακόμη σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ειδικότερα, αναφορικά με την εξέλιξη των τιμών των ακινήτων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις της ΤτΕ, οι συνθήκες αυξημένου πληθωρισμού και κόστους κατασκευής, αλλά και υψηλών επιτοκίων, επηρεάζουν αρνητικά το περιθώριο επενδυτικού κέρδους, γεγονός που ενδέχεται σταδιακά να επηρεάσει και τις τιμές της εγχώριας αγοράς, η οποία τα τελευταία έτη τροφοδοτείται σημαντικά από τις ξένες επενδύσεις. Βραχυπρόθεσμα ωστόσο, οι τιμές εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν την ανοδική τους τάση όσο η ζήτηση από το εξωτερικό διατηρείται ισχυρή, εκτιμά η ΤτΕ.
Στα ύψη οι τιμές αλλά απέχουν από το ιστορικό τους υψηλό
Η ΤτΕ επισημαίνει στην τελευταία έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ότι οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα απέχουν ακόμη από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη δημοσιονομική κρίση.
Με βάση τον δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 (101,7) και στη συνέχεια ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία, μέχρι το 2017 (59). Έκτοτε, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 92,0 το 2023, κατά 9,7% χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει. Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη του επιπέδου των ενοικίων, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται σε 99,6 με βάση τα στοιχεία του δ΄ τριμήνου 2023, έναντι 94,9 το δ΄ τρίμηνο του 2022.
Ο δείκτης ενοικίων, σε αντίθεση με το δείκτη τιμών κατοικιών, παραμένει σημαντικά χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει ιστορικά (124,3 το γ΄ τρίμηνο του 2011).
Ισχυρό «δέλεαρ» για τους ξένους αγοραστές, οι μελλοντικές υπεραξίες των εξοχικών κατοικιών στην Ελλάδα
Σε «μαγνήτη» για τους ξένους επενδυτές ακινήτων, εξελίσσεται εφέτος η αγορά εξοχικής κατοικίας στην Ελλάδα. Η προτίμηση σε ακίνητα υψηλότερων προδιαγραφών μεταφράζεται και σε υψηλότερες τιμές πώλησης, με τους ενδιαφερόμενους να επιλέγουν κατοικίες πολυτελείας και υψηλότερου κόστους, από 350.000 έως και 550.000 ευρώ.
ένας ακόμα λόγος για την στροφή σε ακριβότερα ακίνητα, είναι ασφαλώς το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα των πελατών της, αγοράζουν «από τα σχέδια». Οι αγορές αυτές εξασφαλίζουν χαμηλότερο τίμημα στον αγοραστή, έως και 15%-20%, κάτι που με τη σειρά του, προσφέρει την προοπτική υψηλότερης απόδοσης, αλλά και μεγαλύτερης υπεραξίας, σε περίπτωση που θελήσει κάποιος να προχωρήσει σε μεταπώληση του ακινήτου αργότερα. Ήδη μάλιστα, κάποιοι αγοραστές έχουν σπεύσει να πωλήσουν τα εξοχικά τους, ακόμα κι ένα χρόνο μετά την αγορά τους, λόγω της μεγάλης υπεραξίας που παρατηρήθηκε.
Οι Ολλανδοί ιδιοκτήτες μιας βίλας, επέλεξαν να πωλήσουν το ακίνητό τους αντί 325.000 ευρώ, αποκομίζοντας υπεραξία 47%, συγκριτικά με το 2021, όταν αποκτήθηκε το συγκεκριμένο σπίτι. Η μόνη διαφορά ήταν ότι το ακίνητο πωλήθηκε επιπλωμένο, ενώ είχε αγοραστεί κενό επίπλων. Στην περιοχή του νότιου Ρεθύμνου, μια νεόδμητη βίλα 80 τ.μ. με τρία υπνοδωμάτια, δύο μπάνια και πισίνα, κοστίζει σήμερα 327.000 ευρώ. Ένα ακίνητο με παρόμοια χαρακτηριστικά στην ίδια περιοχή, πωλούνταν πέρσι αντί 280.000 ευρώ και το 2022 αντί 265.000 ευρώ. Η αύξηση αγγίζει το 23,3% έναντι του 2022 και το 16,7% από πέρσι, επιτρέποντας στους ιδιοκτήτες να αποκομίσουν σημαντικά κέρδη, σε ενδεχόμενη μεταπώληση, ήδη από τον πρώτο χρόνο της επένδυσής τους. Κατά κύριο λόγο, όσοι τοποθετούνται σήμερα σε εξοχικές κατοικίες, είναι επιχειρηματίες ηλικίας από 50 έως 65 ετών, που έχουν ως προτεραιότητα την ίδια χρήση. Επίσης, μια σημαντική αγοραστική ομάδα, αφορά νεότερους αγοραστές, ηλικίας από 35 έως 45 ετών, με υψηλά εισοδήματα, που προσβλέπουν όχι μόνο στην ίδια χρήση, αλλά επίσης την εκμετάλλευση για κάποιο χρονικό διάστημα και αργότερα και την μεταπώληση με αφορολόγητη υπεραξία.