Στο Pro News Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
Θρησκεία

Άγιος Κύριλλος Λούκαρης: Tο πρώτο θύμα της παπικής Ουνίας

Ο Άγιος Κύριλλος Λούκαρης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1572. Στην αρχή μαθήτευσε κοντά στον μοναχό Μελέτιο Βλαστό, ύστερα πήγε στη Βενετία, όπου σπούδασε κοντά στο Μάξιμο Μαργούνιο, στο ελληνικό εκπαιδευτήριο (1584-1588). 17 ετών μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία (1589-1593). Έγινε κληρικός στην Αλεξάνδρεια το 1593 από τον συγγενή του, τον οποίο συνόδευσε στην επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β’ συγκληθείσα Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκε την ευκαιρία να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς την κατάσταση που επικρατούσε στις Εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως, Ρωσίας και των άλλων γειτονικών ορθοδόξων εκκλησιών, τις οποίες λυμαινόταν τότε η Ουνία.

Τι είναι όμως η Ουνία, η οποία και στις μέρες μας εξακολουθεί να είναι το μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών και του Βατικανού, το οποίο βέβαια εξακολουθεί παντοιοτρόπως να εκτρέφει και να αναγνωρίζει, όπως αυτό φάνηκε  στον θεολογικό διάλογο Ορθοδόξων και Καθολικών  στην τελευταία συνάντηση της Μικτής Επιτροπής στη Βαλτιμόρη (9-19 Ιουλίου 2000);

Η ουνιτική εκκλησία ταυτίζεται κατά πάντα με την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, αλλά διατηρεί την εξωτερική εμφάνιση του ορθόδοξου κλήρου, τη γλώσσα της λατρείας, την οποία είχε πριν δεχθεί τον Καθολικισμό. Για πρώτη φορά ονομάσθηκαν ουνίτες (από την λατινική λέξη unus (=ένας +ίτης) όσοι συμμετείχαν στην Σύνοδο της Βρέστης της Πολωνίας (Brzeese-Litewski) (1596).

Αρχικά συμμετείχαν Ρώσοι και αργότερα και Έλληνες, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Χαλδαίοι, Κόπτες, Σύριοι, Αρμένιοι κλπ.  υπό την αιγίδα του Πολωνού βασιλιά Σιγισμούνδου Γ’, ο οποίος και σκηνοθέτησε ένωση ορθοδόξων και λατίνων. Η δημιουργία της Ουνίας είχε σαν σκοπό τον προσηλυτισμό και εκλατινισμό των χριστιανών που δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία του Πάπα Ρώμης.

Όσοι ενώνονταν με τη Ρώμη έπρεπε οπωσδήποτε να αναγνωρίσουν το Πρωτείο του πάπα και τις θεμελιώδεις διδασκαλίες του παπισμού, διατηρώντας ωστόσο τα ήθη και τα έθιμά τους και την ιδιαίτερη γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν στη λατρεία. Με αίτηση λοιπόν των ορθοδόξων της Ουκρανίας, της Ρουθηνίας και της υπολοίπου νοτιοδυτικής Ρωσίας στάλθηκαν για ενίσχυση και συμπαράσταση των ορθοδόξων πληθυσμών ο Αρχιμανδρίτης τότε  Κύριλλος Λούκαρης και ο Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Παράσχης, οι οποίοι μαζί με τους ορθοδόξους των περιοχών αυτών αγωνίσθηκαν ενάντια στην παπική προπαγάνδα και τον προσηλυτισμό των ορθοδόξων από τους ουνίτες.

Να σημειωθεί εδώ ότι ο ηρωικός Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος συνελήφθη, φυλακίσθηκε και φονεύθηκε από τους φανατικούς λατίνους, ενώ ο Λούκαρης κατόρθωσε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, και από κει στη Μολδαβία, την Ουκρανία και την Πολωνία. Εδώ δούλεψε ιεραποστολικά και με παρρησία μέχρι το έτος 1601. Το 1601, μετά το θάνατο του θείου του, Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιου Πηγά, τον διαδέχτηκε σε ηλικία 30 ετών. Από τη θέση αυτή καλλιέργησε σχέσεις με τους πρεσβευτές Προτεσταντικών χωρών στην Κωνσταντινούπολη και με τους Αγγλικανούς θεολόγους. Μετέφερε την έδρα του Πατριαρχείου στο Κάιρο και ξεκίνησε αγώνα κατά της Δυτικής Εκκλησίας. Προκαλεί την εχθρότητα του φιλοκαθολικού Οικουμενικού Πατριάρχη Νεόφυτου Β' μετά τον θάνατό του οποίου εκλέγεται τοποτηρητής του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης.

Επιβάλλεται όμως ως Πατριάρχης ο λατινόφρων Τιμόθεος Β' και ο Λούκαρης αποσύρεται στο Άγιο Όρος και από εκεί πηγαίνει στη Βλαχία. Δεν εγκαταλείπει όμως τους αγώνες του εναντίον των Καθολικών. Έτσι στο διάλογό του ζηλωτής και φιλαλήθης επιτίθεται εναντίον των Ιησουϊτών, που είχαν αναπτύξει έντονη προπαγάνδα σε βάρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Στις 4 Νοεμβρίου 1620 εκλέχτηκε Οικουμενικός Πατριάρχης, σε εποχή πολύ δύσκολη και κρίσιμη, δεδομένου ότι στην Ευρώπη μαινόταν ο τριακονταετής πόλεμος και ο παπισμός με νύχια και με δόντια προσπαθούσε να ανακτήσει ό, τι έχασε από τη Μεταρρύθμιση, στην δε Ανατολή η Ιησουιτική προπαγάνδα με κάθε τρόπο επιζητούσε να καθυποτάξει την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία κάτω από το σκήπτρο του Ποντίφικα. Γράφει κάπου χαρακτηριστικά ο Λούκαρης ότι οι Ιησουίτες «ποτέ δεν ελλείπουσιν ως την σήμερον να κάμνουσι κάθε λογής ενέδραν, με πολλά πανουργήματα να μας διώκουσι και να ζημιώνουσι και να κυριεύουσιν και να γυρεύουσι τον χαλασμόν μας και τον αφανισμόν του Πατριαρχείου μας και όλης της Εκκλησίας των Γραικών». Έκτοτε, οι πρεσβείες των καθολικών χωρών στην Κωνσταντινούπολη τον πολέμησαν με λύσσα.

Πέτυχαν μάλιστα  να τον κατεβάσουν από το θρόνο κατηγορώντας τον ως καλβινίζοντα, για τη φιλική του στάση προς τους διαμαρτυρόμενους και την έκδοση της περίφημης Ομολογίας του με τον τίτλο « Confessio fidei reverendissimi domini Cyrilli Patriarchae Constantinopolitani nomine...» (=Ομολογία Πίστεως επ’ ονόματι σεβασμιωτάτου κυρίου Κυρίλλου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως...), Κωνσταντινούπολη Μάρτιος 1629», η οποία Ομολογία μεταφράστηκε στα ελληνικά και δημοσιεύτηκε στη Γενεύη το 1633 με τον άστοχο τίτλο: «Ανατολική ομολογία της χριστιανικής πίστεως»  (βλ.  Ιω. Καρμίρης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Β’ Αθήνα, 1953). Να πούμε εδώ παρενθετικά ότι η Λουκάρειος Ομολογία αμφισβητείται αν είναι γνήσιο έργο του Κυρίλλου Λούκαρη.

Ίσως είναι συγγραφή Ελβετών καλβινιστών θεολόγων, την οποία ο Πατριάρχης αναγκάσθηκε να υιοθετήσει, με ορισμένες τροποποιήσεις, για λόγους εθνικούς και προσωπικούς. Κάποιοι μελετητές μάλιστα υποστηρίζουν πως ο Λούκαρις κατέφυγε προς τους Διαμαρτυρόμενους μόνο και μόνο, για να τους έχει σύμμαχους εναντίον των Καθολικών, χωρίς να απομακρυνθεί από την Ορθόδοξη γραμμή. Χαρακτηριστικά είναι όσα ο ίδιος είχε πει στον πρεσβευτή της Γαλλίας ντε Μαρσεβίλ: «... στο ζήτημα των πεποιθήσεών μου δε θα υπακούσω ούτε στο βασιλιά της Γαλλίας ούτε σε κανέναν άλλο στον κόσμο αλλά θα ακολουθήσω αυστηρά τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς μου».

Αντίθετα άλλοι τον θεωρούν ως τον Πατριάρχη που προσπάθησε να μεταρρυθμίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν έπαψε όμως ούτε για μια στιγμή να είναι μέχρι τέλους ένας στυλοβάτης της Ορθοδοξίας και ένας μεγάλος πατριώτης.

Για περισσότερες πληροφορίες περί της Λουκάρειας Ομολογίας ο αναγνώστης του άρθρου μου μπορεί να διαβάσει κατωτέρω την αδημοσίευτη ομιλία του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μεσσηνίας και καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου που εκφωνήθηκε  στην Επιστημονική Ημερίδα, με θέμα : «Μεταρρύθμιση καί Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία : Διάλογος καί ἀντίλογος πέντε αἰώνων» (Θεολογική Σχολή Αθηνών-Κεντρικό Αμφιθέατρο «Χρυσόστομος Παπα­δό­πουλος», 19-12-2017).

 

Μετά την επανάκτηση του Πατριαρχικού Θρόνου, οι πάντοτε άσπονδοι εχθροί του Ιησουίτες και Ουνίτες, αυτή τη φορά, τον κατήγγειλαν στον Σουλτάνο με τη ψευδή κατηγορία ότι ετοιμάζει επανάσταση των Ελλήνων. Οι Τούρκοι τότε τον έκλεισαν σε κάποιο φρούριο του Βόσπορου όπου τον στραγγάλισαν στις 27 Ιουνίου 1638. Το λείψανό του ρίχτηκε στη θάλασσα όπου το βρήκαν ψαράδες και το έθαψαν.

Οι εχθροί του όμως ξέθαψαν το σώμα του και το ξανάριξαν στη θάλασσα, αλλά βρέθηκε και πάλι. Ο Λούκαρης υπήρξε κορυφαία μορφή του Ελληνισμού. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να ανυψώσει το ελληνικό γένος. Στις πράξεις και τις ενέργειές του βλέπουμε ξεκάθαρα την τάση του Ελληνισμού να έρθει σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό και την Αναγέννηση. Φρόντισε για την παιδεία του Μητροφάνη Κριτόπουλου και μετέφερε το 1627 στην Κωνσταντινούπολη το τυπογραφείο του Κεφαλλονίτη μοναχού Νικόδημου Μεταξά, για να φωτιστεί το έθνος με ελληνικά έντυπα.

Όπως και ο Πηγάς, ο Λούκαρις κήρυττε στη δημοτική. Προλόγισε μάλιστα τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης από το Μάξιμο Καλλιπολίτη στη λαϊκή γλώσσα, τονίζοντας τη σημασία της μετάφρασης των Ευαγγελίων.

Να επισημειώσω πως η θυσία του μεγάλου Κρητικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη είναι και πρέπει να είναι φωτεινός οδοδείκτης στις σχέσεις μας με τους ετεροδόξους, στις διάφορες επαφές μας είτε στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών είτε στους θεολογικούς διαλόγους Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Ευτυχώς που σήμερα, ύστερα από 380 χρόνια από το μαρτυρικό θάνατο του Κυρίλλου Λούκαρη, από πλευράς καθολικών θεολόγων επίσημα έχει καταγγελθεί η Ουνία ως μέθοδος προσέγγισης των παπικών με τους ορθοδόξους.

Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (5 Αυγούστου) συνέταξε και Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.

 

1. Τό ἔτος 1633 δημοσιεύθηκε στή Γενεύη τῆς Ἑλβετίας ἡ ἑλληνική μετάφραση μιᾶς ὁμολογίας Χριστιανικῆς πίστεως, μέ λατινικό κείμενο καί πρόλογο τῶν Diodat  καί Le Clerc, ἡ ὁποία στό λατινικό πρωτό­τυ­πό της (Μάρτιος 1629) ἀποδίδετο στό πατριάρχη Κωνσταντινου­πό­λεως Κύριλλο Λούκαρη ἐνῶ χαρακτηριστικά ἀνεφερόταν ὅτι ἔφερε καί τή συμφωνία τῶν πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας Γερασίμου, Ἱεροσολύμων Θεοφάνους καί ἄλλων Ἱεραρχῶν.

Τό ὁμολογιακό αὐτό κείμενο μέ ἀπόλυτα καλβινικό περιε­χό­με­νο ἀπηχεῖ θέσεις τῆς Institutio Christianae religionis τοῦ Καλβίνου, τῆς Confessio Gallicana καί τῆς Confessio Belgicana. Ἀπό τά συνολικά 18 ἄρθρα καί τίς 4 ἐρωτήσεις πού ἦταν κατανεμημένο τό περιεχόμενό του, καθαρῶς ὀρθόδοξες ἀπόψεις ἐξέφραζαν μόνο τά ἄρθρα 1 καί 7, καί σχετικώς ὀρθόδοξες τό ἄρθρο 6 καί ἡ ἐρώτηση 3, γιαυτό καί προκάλεσε μεγάλη ἀναταραχή καί ἀναστάτωση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπικεντρώθηκε τόσο στό πρόσωπο τοῦ συγγραφέα, ὅσο καί στό ἀντορθόδοξο περιεχόμενό του, τό ὁποῖο ἀφενός προκάλεσε τή συνοδική καταδίκη του καί ἀφετέρου ὁριοθέτησε τελικά καί τίς σχέσεις Ὀρθοδόξων καί Προτε­σταντῶν.

Ἡ προβληματική αὐτή ὡς πρός τό πρόσωπο τοῦ συγγραφέα τοῦ συγκεκριμένου ὁμολογιακοῦ κειμένου στήν Ὀρθόδο­ξη Ἐκκλησία τέθηκε πέντε μόλις χρόνια μετά τήν ἔκδοσή του στά ἑλληνι­κά, ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1638. Ἀντιθέτως στή Δύση  οὐδέποτε ἀμφισβητήθηκε ἡ συγγραφική του ἀπόδοση στό πρόσωπο τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρη, ἀλλά οἱ μέν Λατῖνοι χρησιμοποιοῦσαν τήν ταυτότητα τοῦ συγγραφέα  ὡς ἐπιχείρημα κατά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ ἴδιου τοῦ πατριάρχη, οἱ δέ  Προτεστάντες ὑπερασπιζόνταν τήν ἀπόδοση συγγραφῆς τῆς ὁμολογίας στόν πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη μέ σκοπό νά ἀποδείξουν τήν «Ὀρθοδοξία» τοῦ περιεχομένου της καί νά τήν χρησιμοποιήσουν ὡς προσηλυτιστικό μέσον.

Συζήτηση ὅμως γιά τόν συγγραφέα τῆς ὁμολογίας παρατηρεῖται καί σέ  μεταγενέστερους ἐρευνητές, χωρίς ὅμως νά ἔχουν καταλήξει σέ  κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα, γιατί τά ἐπιχειρήματα ὅλων ἦταν πρώτιστα ἱστορικογραμματολογικά καί φιλολογικά κυρίως καί δευτε­ρευόν­τως θεολογικά. Οἱ προβαλλόμενες ὡς μαρτυρίες ὑπέρ τῆς συγγραφῆς ἤ μή τοῦ κειμένου ἀπό τόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη δέν μποροῦν νά στηρίξουν μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα τήν μία ἤ τήν ἄλλη ἐκδοχή, ἐνῶ ἀποδεικνύονται καί πενιχρές.

Μέ τά ὡς ἄνω δεδομένα ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε ἔρευνα σχετικά μέ τόν συγγραφέα τοῦ συγκεκριμένου ὁμολογιακοῦ κειμένου δέν μπορεῖ νά στηριχθῇ μόνο στήν φιλολογική διερεύνηση ἀλλά θά πρέπει νά συσχετιστεῖ : α) Πρός τό  γενικότερο πλαίσιο τῶν δράσεων καί ἐπιδιώξεων τῶν Λατίνων καί τῶν Προτεσταντῶν κυρίως στό χῶρο τῆς Βλαχίας, τῆς νοτίου Ρωσίας, τῆς Τρανσυλβανίας, τῆς Πολωνίας καί τῶν Παραδουνάβιων ἡγεμονιῶν, οἱ ὁποῖες ἀρχικῶς ἀπετέλεσαν τίς ζῶνες  δράσης τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου καί ἀργότερα στήν Κωνσταντι­νού­πολη, καί β) Πρός τίς ἐκκλησιαστικές σκοπιμότητες τῆς ἐποχῆς καί τίς διαμορφούμενες  σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Προτεσταντισμοῦ.

Στό πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ σύνθετου προβληματισμοῦ καλούμεθα νά ἀπαν­τή­σου­με στό ἑξῆς ἐρώτημα :  

Γιατί ἐπιλέγεται τό πρόσωπο τοῦ πατριάρ­χη Κωνσταντινου­πό­λεως Κυρίλλου Λούκαρη γιά νά τοῦ ἀποδοθεῖ ἡ συγγραφή τοῦ συγκεκριμένου ὁμολογιακοῦ κειμένου μέ καλβινικό περιεχόμενο ;

2. Κατά πρῶτον ἡ ἀπόδοση στόν πατριάρχη τῆς συγκεκριμένης ὁμολο­γίας πίστεως ἐξυπηρετοῦσε τούς ἴδιους τούς Προτεστάντες στήν ἀνάπτυξη καί ἐφαρμογή τῶν προσηλυτιστικῶν τους δράσεων στούς χώρους τῶν Βαλκανίων καί τῶν Παραδουνάβιων περιοχῶν, ἐπει­δή τό ὄνομα τοῦ πατριάρχη Κύριλλου, ἐξαιτίας τῆς διακεκριμένης θέ­σης του ἀπέδιδε κῦρος καί αὐθεντία ὄχι μόνο στό ἴδιο τό κείμενο τῆς ὁμολογίας καθεαυτό, ἀλλά καί στήν χρήση τοῦ ψευδεπιγράφου αὐτοῦ κειμένου προ­κει­μένου νά ἐξυπηρετηθοῦν οἱ προσηλυτιστικοί σκοποί καί στόχοι τῶν Προτεσταντῶν τόσο μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ὅσο καί γιά τήν ἀνάπτυξη ἀντιλατινικῶν θέσεων. Ἔτσι τό ἴδιο τό περιεχόμενο τῆς ὁμολο­γίας  ἀπετέλεσε ἕνα χρηστικό προπαγανδιστικό μέσον τό ὁποῖο ἱκανο­ποιοῦ­σε τούς σκοπούς τῶν Προτεσταντῶν στήν Ἀνατολή γενικότερα.

Ἐπιπλέον θεωρῶ ὅτι ἡ ἐπιλογή τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχη ὡς συγ­γρα­φέως τῆς συγκεκριμένης ὁμολογίας δέν ὑπῆρξε τυχαία. Τόσο ἡ εὐνοϊκή στάση τοῦ πατριάρχη ἔναντι τῶν Προτεσταντῶν καί ἡ φιλία του μέ προτεστάντες πάστορες καί θεολόγους (βλ. Ἀντώνιο Leger καί Κορνήλιο Haga), ὅσο καί ἡ ἐπιδίωξή του νά ἀναπτύξει ἰσχυρούς δεσμούς μέ κύ­κλους καί πρέσβεις τῶν Προτεσταντικῶν χωρῶν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο στήν Κωνσταντινούπο­λη, ἀποτελοῦσαν κινήσεις μέ τίς ὁποῖες πίστευε ὁ πατριάρχης ὅτι προστάτευε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τήν προπα­γανδιστική δράση τῶν Λατίνων καί συγκεκριμένα τῆς λατινικῆς οὐνίας. Ἡ κίνησή του ὅμως αὐτή ἄν καί ἠθελημένα ἤ ὄχι φαίνεται ὅτι ἐξυπηρετοῦσε ἄριστα καί τήν ὅλη μεθόδευση τῶν Προτεσταντῶν, ἐντούτοις δέν συνεπάγετο καί τήν υἱοθέτηση τῆς ἀποδοχῆς ἀπό μέρους τοῦ πατριάρχη τῶν ἀπηχουμένων θεολογικῶν θέσεων ἤ ἀντιλήψεων τοῦ καλβινισμοῦ τῆς συγκεκριμένης ὁμολογίας. Ὑπ’ αὐτήν τήν προοπτική θά μποροῦσε ἐπίσης νά ἑρμηνευτεῖ καί ἡ ὅλη ἀνεκτική στάση τοῦ πατριάρχη ἔναντι τῆς συγκεκριμένης ψευδεπιγραφίας, ὡς πρός τήν ὁμολογία.

3. Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ συγκε­κρι­μένη ὁμολογία πίστεως ἔδωσε καί ἕναν ἄλλο προσανατολισμό στό δια­μορ­φούμενο πλαίσιο τῶν σχέσεων Ὀρθοδόξων καί Προτεσταντῶν, διάφο­ρο ἐκείνου τό ὁποῖο διεμόρφωσαν ἡ ἀλληλογραφία τοῦ πατριάρχη Ἱερε­μία Β΄ καί τοῦ Μητροφάνη Κριτόπουλου, περισσότερο πολιτικό καί λιγότερο θεολογικό, ἐνῶ ἡ μή λιπαρά θεολογική παιδεία τοῦ Κυρίλλου δίνει τή δυνατότητα δικαιολόγησης καί τῆς συγκεκριμένης στάσης του.

Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἀλληλογραφία τοῦ Ἱερεμία τοῦ Β΄ ἔθεσε τήν ὅλη συζή­τηση μέ τούς Προτεστάντες στή βάση τῶν θεολογικῶν ἐπιχειρημάτων, στά ὁποῖα στηρίχθηκε στή συνέχεια καί ὁ Μητροφάνης Κριτόπουλος, ὥστε νά θεωρήσει τήν ἕνωση μέ τούς Προτεστάντες ὡς μία κίνηση προσέλευσης τῶν Προτε­σταν­­τῶν στούς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὑπό τήν προϋπόθεση μάλιστα τῆς πλήρους ἀποδοχῆς τῆς «ἐν τῇ ἀποστολικῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἀνατολῆς ἐμπεπιστευμένης ὑπό τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων καί ἀνοθεύτου φυλασσομένης ὀρθοδόξου πίστεως». Τό γεγονός αὐτό ὅμως δέν ἦταν ἀποδεκτό ἀπό τούς προτεσταντικούς κύκλους γιαυτό καί ἡ ὅλη  προσπάθεια τοῦ Μητροφάνη ὡδήγησε σέ ναυάγιο, ἐνῶ οἱ Προτεστάντες ὀργανώθηκαν ὥστε νά πετύχουν τόν ἐκπροτεσταντισμό τῶν Ὀρθοδόξων.

Ἔναντι τῆς παραπάνω θεολογικῆς προσέγγισης Ὀρθοδό­ξων καί Προτεσταντῶν καί τῆς ἀποτυχίας τῆς ἑνωτικῆς προσπάθειας τῶν Ἱερεμίου καί Μητροφάνους, ὁ Κύριλλος υἱοθέτησε μία ἄλλη μέθοδο. Προσέγγιζε τό θέμα τῆς ἕνωσης Ὀρθοδόξων καί Προτεσταντῶν μέ κριτήρια καθαρά πολιτικά, τά ὁποῖα καί οἱ Προτεστάντες στήριξαν, προκειμένου νά τά ἐφαρμόσουν μέσα ἀπό συγκε­­κρι­μένες ἐνέργειες, ὅπως τή σύσφιξη τῶν σχέσεων, τήν προσέλευ­ση τῶν Ὀρθοδόξων στόν Προτεσταντισμό καί τόν ἐκπροτεσταντισμό τῶν Ὀρθοδόξων, μέ τό ἰσχυρό ἐπιχείρημα τῆς ἀπόκρουσης τῆς λατινικῆς ἀπειλῆς. Ὑπ’ αὐτήν δέ τήν προοπτική ἐξηγεῖται καί ἡ ἀνάπτυξη μιᾶς ἔντονης ἀντιλατινικῆς προπαγάνδας τῶν Προτεσταντῶν. Φαίνεται λοιπόν ὅτι ὅπως τούς Προτεστάντες ἔτσι καί γιά τόν Κύριλλο, τό συγκεκριμένο ὁμολογιακό κείμενο ἀπετέλεσε τό ἰδεολογικό ὑπόβαθρο γιά νά ἀναπτύξει καί νά ἐνισχύσει τήν πολιτική τῶν διμερῶν σχέσεων χωρίς βεβαίως νά ἔχει ἀποδεχθεῖ καί τήν συγγραφή του.

4.  Ἡ ἀντιλατινική αὐτή δράση τοῦ Κυρίλλου ὅμως καί ἡ ἐπιδίωξη ἑδραίωσης τῶν σχέσεών του μέ τούς Προτεστάντες εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, ἀφενός νά ἀναπτυχθεῖ κατά τόν 17ο αἰῶνα μία ὁλόκληρη ἀντιπροτεσταντική κί­νη­ση μέ χαρακτηριστικό τήν χρήση καί μιᾶς ἀντίστοιχης ρωμαιοκαθολικῆς ἐπιχει­ρηματολογίας, ἀφετέρου δέ τήν ἐνίσχυση τοῦ ἀγῶνα τῶν Λατίνων κατά τοῦ προσώπου τοῦ πατριάρχου, τήν ὁποίαν ἐστήριξαν κυρίως στό περιεχόμενο τοῦ συγκεκρι­μέ­νου ὁμολογιακοῦ κειμένου καί στήν ἀπόδοση σ’ αὐτόν τῆς συγγραφῆς του.

Τόσο ὁ Πάπας Οὐρβανός ὁ Η΄, ὅσο καί ἡ De Propaganda Fide, μέ τήν συμβολή τῶν πρέσβεων Γαλλίας καί Αὐστρίας καί τῶν κυβερ­νή­σεων Βενετίας καί Ὁλλανδίας, ἀγωνίστηκαν γιά νά πετύχουν τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Κυρίλλου ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντι­νού­πολης, τήν ἐξορία του ἤ ἀκόμη καί τόν θάνατόν του.

Παράλληλα ὅμως πρός τήν πολεμική αὐτή ἔναντι τοῦ προ­σώ­που τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου, ἡ συγκεκριμένη ὁμολογία ἔδινε στούς Λατίνους καί ἕνα ἀκόμη μέσον ὄχι μόνον ἔναντι ἀντιπροτεσταντικῆς πολε­μι­κῆς τους, ὡς πρός τό καλβινικό περιεχόμενο τῆς ὁμολογίας καί ὡς πρός τό πρόσωπο τοῦ πατριάρχη, στόν ὁποῖο ἀπέδιδαν καί τή συγγραφή, ὅσο καί στήν προσπάθειά τους νά προσηλυτίσουν τούς Ὀρ­θο­δό­ξους ἀπομακρύνοντάς τους τόσο ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅσο καί ἀπό τόν Προτεσταντισμό.

Ὁ ἀγῶνας τῶν Λατίνων, μέσα ἀπό τήν ἀπόδοση τῆς συγγραφῆς τῆς συγκεκριμένης καλβινικῆς ὁμολογίας στόν πατριάρχη Κύριλλο, ἦταν τό καλύτερο ἐπιχείρημά τους ὥστε νά προκαλέσουν τήν συνοδική καταδίκη τοῦ κειμένου καί τήν ἔκπτωση τοῦ πατριάρχη, νά ἐγκαθιδρύσουν ἕνα δῆθεν ὀρθόδοξο πατριάρχη, στήν οὐσία ὑποστηρικτή τους, τόν Κύριλλο Κονταρῆ, νά ἀποδυναμώσουν τή προτεσταντική προ­πα­γάν­δα καί νά ἀποκτήσουν ἐρείσματα τόσο στήν τοπική κοινωνία, ὅσο καί στούς ἰσχυρούς παράγοντες τῆς Κωνσταντινούπολης.

Τά γεγονότα ὅμως ὅπως ἐξελίχθηκαν δέν ἀπέβησαν εὐχάριστα οὔτε γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, οὔτε γιά τούς Λατίνους οὔτε καί γιά τούς Προτεστάντες, οὔτε καί γιά τίς μεταξύ τους σχέσεις.

5. Συμπερασματικά θά μπορούσαμε νά ποῦμε τά ἑξῆς : Ἡ ἀπόδοση τῆς συγγραφῆς τῆς συγκεκριμένης ὁμολογίας πίστης στό πρόσωπο τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρη ἔφερε τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ πατριάρχη ἀνάμεσα σέ δύο συμπληγάδες, τόν Προτεσταντισμό καί τούς Λατίνους.

Μέ τή στάση του αὐτή ὁ πατριάρχης ὡς πρό­σω­πο καί ὡς θεσμός ὑπέστη τίς συνέπειες τοῦ φανατισμοῦ καί τῶν ἐπιπτώσεων τῶν διώξεών του.

Ἡ ψευδεπίγραφη ὁμολογία ἀποδείχθη ὡς μία ἀνειλικρι­νής καί ἀλυσιτελής προσπάθεια τῶν Προτε­σταν­τῶν νά τήν χρησιμοποιή­σουν σέ μέσο προπαγάνδας καί προσηλυτισμοῦ, τό ὁποῖο τελικά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀποτυχία διαμόρφωσης ἑνός πλαισίου διμερῶν σχέσεων, ὁδήγησε στήν τελική χάραξη κάποιων ὁριοθετικῶν γραμμῶν, κυρίως μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Προτεσταντισμοῦ, μέσα ἀπό τή συνοδική διαδικασία, οἱ ὁποῖες μέχρι σήμερα δέν ἔχουν ἀρθεῖ.      

*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι Δρ. Φιλολογίας και Θεολόγος

 

Tags
Back to top button