Μεγάλες ασκητικές μορφές λάμπρυναν τον αιγυπτιακό μοναχισμό. Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης. Μια όντως μεγάλη προσωπικότητα του ορθοδόξου μοναχισμού, ο οποίος συνδύασε άριστα στο πρόσωπό του την ασκητικότητα και την Θεολογία.
Καταγόταν από την κάτω Αίγυπτο. Γεννήθηκε το 350 κοντά στο Πηλούσιο όρος και γι’ αυτό έλαβε την προσωνυμία Πηλουσιώτης και το οποίο βρισκόταν στο βορειοανατολικό άκρο του Δέλτα του Νείλου. Οι γονείς του, ενάρετοι, πιστοί και ευγενείς, τον μεγάλωσαν με την ευσέβεια. Έχοντας δε την οικονομική ευχέρεια, του έδωσαν σπουδαία μόρφωση. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην γενέτειρά του. Κατόπιν, περί το 370, πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου φοίτησε στις εκεί ονομαστές φιλοσοφικές σχολές. Σπούδασε Θεολογία στην περίφημη Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας, όπου δάσκαλός του υπήρξε ο μεγάλος εκκλησιαστικός Θεολόγος και δάσκαλος Δίδυμος ο Τυφλός. Σπούδασε την αρχαία ελληνική γραμματεία και μελέτησε σε βάθος την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Υπήρξε ιδιαιτέρως θαυμαστής του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (354-407) και μελετητής των έργων του. Τον υποστήριξε μάλιστα κατά την διένεξή του με τον Πατριάρχη Θεόφιλο (+412) και εργάστηκε για την αποκατάστασή του στην Αλεξάνδρεια.
Εκκλησία της Κύπρου: Ανεμβολίαστοι οι μισοί ιερείς όλων των Μητροπόλεων
Σταθμό στη ζωή του αποτέλεσε η συνάντησή του με τον Μέγα Αθανάσιο (298-373), από τον οποίο χειροτονήθηκε διάκονος. Με την είσοδό του στον Ιερό κλήρο επέδειξε ασυνήθιστο ζήλο και ευσέβεια. Μάλιστα στην ιερατική του διακονία χρησιμοποίησε τις φιλοσοφικές του γνώσεις, ώστε διακρίθηκε ως μεγάλος στοχαστής, αλλά και άνθρωπος της αρετής και της βαθειάς πίστεως στο Θεό. Έχοντας ως πρότυπό του τον Τίμιο Πρόδρομο, εργάστηκε δραστήρια, οδηγώντας πλήθος ανθρώπων στη σωτηρία. Όταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, επέστρεψε στο Πηλούσιο, όπου ανέπτυξε τεράστιο ποιμαντικό έργο και ταυτόχρονα αναδείχτηκε ως μια μεγάλη πνευματική προσωπικότητα, τον οποίο διέκρινε η αγιότητα.
Περί το 400 αποφάσισε να αποσυρθεί σε μοναστήρι της περιοχής, όπου υποτάχτηκε σε έναν άγιο γέροντα και άρχισε τον προσωπικό του αγώνα για κάθαρση και αγιασμό. Προσευχόταν αδιάκοπα και μελετούσε τις Άγιες Γραφές, τα συγγράμματα των Πατέρων και την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, ώστε απέκτησε μεγάλη φήμη, του σπουδαίου και ωρίμου πατέρα, στον οποίο έτρεχε πλήθος ανθρώπων να ωφεληθούν και να οικοδομηθούν πνευματικά. Στους πολυάριθμους επισκέπτες προσέφερε, εκτός από την πνευματική τροφή και αβραμιαία φιλοξενία, διακονώντας τους ο ίδιος.
Αλλά, με την προσωπική του κάθαρση και τον αγώνα κατά των παθών του κατέστη πρότυπο ασκητού για ένα μεγάλο πλήθος μοναχών της γύρω περιοχής. Κατέστη επόπτης τους, τους οποίους νουθετούσε και στήριζε. Αλλά για περισσότερη ησυχία αποσύρθηκε πιο βαθειά στην έρημο, για περισσότερη ησυχία, προσευχή, άσκηση και μελέτη. Δεν εγκατέλειψε όμως τους επισκέπτες του. Επικοινωνούσε μαζί τους με επιστολές. Διασώθηκαν περισσότερες από δύο χιλιάδες από αυτές, στις οποίες είναι αποτυπωμένη η υψηλή πνευματικότητά του, η φιλοσοφική και ποιητική του δεινότητα και ο απαράμιλλος τρόπος να πείθει τους αποδέκτες τους, για την αγάπη και το έλεος του Θεού. Μάλιστα η γραφίδα του αποτελεί στις μέρες μας αντικείμενο μελέτης από τους φιλολόγους, για την καλλιέπειά της.
Εκκλησία της Κύπρου: 12 ιερείς που αρνήθηκαν να εμβολιαστούν τέθηκαν σε αργία
Πολλές από τις επιστολές του έχουν ελεγκτικό περιεχόμενο, μέσω των οποίων ήλεγχε, με δριμύτητα, όσους έκαναν σοβαρά σφάλματα, με σκοπό να διορθωθούν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι ελεγκτικές του επιστολές προς τον Επίσκοπο Πηλουσίου Ευσέβειο, προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο και προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το Β΄ (408-450) , στους οποίους υποδείκνυε τα σφάλματά τους και τους καλούσε σε μετάνοια και επανόρθωση. Θεωρούσε δε την μετάνοια ως ύψιστη αρετή.
Ο Ισίδωρος καυτηρίαζε με ιδιαίτερη σφοδρότητα πράξεις φαύλων κληρικών. Στηλίτευσε φαινόμενα σιμωνίας, φιλαργυρίας και ανηθικότητας κληρικών, τα οποία αμαύρωναν την εικόνα της Εκκλησίας στα μάτια των μη χριστιανών. Καταφέρεται κατά υποψηφίων Επισκόπων, οι οποίοι προσπαθούσαν να αναχθούν με ανέντιμα μέσα. Θεωρούσε την Ιεροσύνη μέγα υπούργημα, στο οποίο δεν χωρούν ταπεινά πάθη και πως ο ιερωμένος πρέπει να είναι υπόδειγμα αγίας ζωής.
Εκτός των επιστολών, του έγραψε και θαυμάσιες θεολογικές πραγματείες. Στο έργο του «Λόγος προς Έλληνας» υπερασπίζεται την διδασκαλία της Εκκλησίας περί της Θείας Πρόνοιας, ενώ στο έργο του «Περί του μη είναι ειμαρμένην» αποδεικνύει την σαθρότητα της πλάνης της μοιρολατρίας. Ας σημειωθεί πως ο θνήσκουσα τότε ελληνική φιλοσοφία, επιχειρούσε να νοθεύσει την αλήθεια της Εκκλησίας.
Ο Ισίδωρος επέδειξε επίσης σπουδαίο αντιαιρετικό έργο. Στο σύγγραμμά του «Γράμμασι της θείας σοφίας και της έξω εξησκημένος» ελέγχει με σφοδρότητα την αίρεση του Νεστορίου και άλλων αιρετικών. Με επιστολή του είχε ζητήσει από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να συμμετάσχει στην Γ΄ εν Εφέσω Οικουμενική Σύνοδο του 431. Σε επιστολή του προς τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, ο οποίος είχε εναντιωθεί υπερβαλλόντως κατά του αιρεσιάρχου Νεστορίου, του ζητούσε να χαμηλώσει τους τόνους, να γίνει διάλογος και να φανερωθεί η αλήθεια μέσω αυτού. Οι αλάνθαστοι οδηγοί μας, κατ’ αυτόν, είναι η Αγία Γραφή και οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμήνευσαν με ταπείνωση και προσευχή τα αγιογραφικά κείμενα. Αντίθετα, η πλάνη είναι αποτέλεσμα εγωισμού και προσωπικής προβολής.
Στα 437 ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του. Κοιμήθηκε ειρηνικά, παραδίνοντας την αγιασμένη ψυχή του στο Αυτόν, που αγάπησε και υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και η μνήμη του εορτάζεται στις 4 Φεβρουαρίου.
Ι. Συνόδος της Εκκλησίας της Ελλάδος: Μήνυμα προς τους μαθητές για την εορτή των Τριών Ιεραρχών.
Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης μπορεί να γίνει και δικός μας δάσκαλος στη σημερινή εποχή, όπου η πίστη στο Θεό ατονεί, η ασέβεια και η ανηθικότητα έχουν φτάσει σε έσχατο σημείο και οι πλάνες και οι κακοδοξίες τείνουν να καταπνίξουν τη σώζουσα αλήθεια της Εκκλησίας μας. Τα ελεγκτικά του κείμενα κατά των φαύλων και σιμωνιακών κληρικών τη εποχής του, μπορούν να στηλιτεύσουν και τα σύγχρονα φαινόμενα καταπτώσεως, ηθικής σήψης και χαλάρωσης του ομολογιακού ορθοδόξου φρονήματος του σημερινού κλήρου.