
Η χορεία των Εβδομήκοντα Αποστόλων υπήρξε σημαντική για την αρχαία Εκκλησία, διότι οι ένθεοι και ένθερμοι αυτοί άνδρες εργάστηκαν ιεραποστολικά ισάξια με τους Δώδεκα Αποστόλους για την διάδοση του Ευαγγελίου στα Έθνη. Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Ηρωδίων, ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα ζηλωτής της ιεραποστολής της Εκκλησίας. Μάλιστα επειδή εργάστηκε ιεραποστολικά στην Ελλάδα, αποτελεί καύχημα για την Ελληνική Εκκλησία και ειδικά για την Ιερά Μητρόπολη Φθιώτιδος.
Ήταν εβραϊκής καταγωγής και αναφέρεται από τον απόστολο Παύλο ως συγγενής του καθώς γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Ἀσπάσασθε Ἡρωδίωνα τόν συγγενῆ μου» (Ρωμ.16,11). Πιθανότατα πατρίδα του ήταν η Ταρσός της Κιλικίας, μια πόλη που ήταν κέντρο της ελληνιστικής παιδείας και του πολιτισμού στη Συρία και προφανώς έλαβε σημαντική ελληνική παιδεία.
Για κάποιο λόγο βρέθηκε στην Παλαιστίνη, στα χρόνια μετά την Ανάσταση του Χριστού, γνωρίστηκε με τους Αποστόλους και μεταστράφηκε στην χριστιανική πίστη. Ενωρίς προσκολλήθηκε σε αυτούς και ειδικά στον απόστολο Πέτρο, τον οποίο ακολουθούσε στις ιεραποστολικές του περιοδείες του. Τον διέκρινε η βαθειά πίστη του στο Θεό, ο ένθερμος ζήλος του για τη διάδοση του Ευαγγελίου και ο γλυκύς χαρακτήρας του.
Περιόδευσε σε διάφορες χώρες, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο με θέρμη και παρρησία. Σύμφωνα με την πληροφορία του αποστόλου Παύλου, η προς Ρωμαίους επιστολή του, τον βρήκε στη Ρώμη (περί το 56 μ. Χ.), προφανώς ως σημαίνον πρόσωπο της Εκκλησίας της Ρώμης.
Αργότερα τον βρίσκουμε στην Ελλάδα. Περιερχόμενος διάφορες πόλεις και χωριά, διδάσκοντας με θέρμη το Ευαγγέλιο και μεταστρέφοντας πολλούς ειδωλολάτρες στην πίστη στον αληθινό Θεό.
Σήμερα η ενθρόνιση του νέου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Ιωάννη
Η παράδοση αναφέρει ότι έφτασε και στην Υπάτη της Φθιώτιδος, η οποία την εποχή εκείνη ονομαζόταν Νέαι Πάτραι. Εργάστηκε με ζήλο ιεραποστολικά και σύστησε εύρωστη τοπική Εκκλησία, στην οποία χειροτονήθηκε ο ίδιος Επίσκοπός της.
Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Ηρωδίων έγινε διάδοχος του αγίου αποστόλου Ανδρέα στην Πάτρα της Αχαΐας, μετά το μαρτυρικό του τέλος. Πιθανόν να υπάρχει κάποια σύγχυση, με την κοινή ονομασία «Πάτραι». Η παράδοση κλείνει στην άποψη ότι πρόκειται για την Υπάτη.
Το πολύ σημαντικό έργο του ερέθιζε επικίνδυνα τους φανατικούς ειδωλολάτρες της περιοχής, οι οποίοι έβλεπαν με τρόμο και ανησυχία να θριαμβεύει η Εκκλησία και να συρρικνώνεται η αρχαία παγανιστική θρησκεία. Ιδιαίτερα εξόργιζε τους ιερείς και τους μάντεις, οι οποίοι έχαναν προσόδους από την μεταστροφή των ειδωλολατρών στη νέα πίστη.
Όπως είναι γνωστό, στην αρχαιοελληνική θρησκεία υπήρχε ένα πλήθος απατεώνων αγυρτών, οι οποίοι παρασιτούσαν και πλούτιζαν από τους αφελείς ειδωλολάτρες. Κυρίως πλούτιζαν οι μάντεις, οι οποίοι ασκούσαν ισχυρή επίδραση στις δεισιδαίμονες μάζες, ως δήθεν διαμήνυες του θελήματος των «θεών». Η νέα πίστη στο Χριστό, το φως το αληθινό (Ιωάν.1,9), το οποίο ήρθε στον κόσμο διαλύσει τα σκοτάδια της πλάνης και να λύσει τα έργα του διαβόλου, απαγκίστρωνε τους ατυχείς λάτρεις των δαιμονικών «θεών» (Ψαλμ.95,5) από την μέγγενη της ειδωλολατρίας και τα ενέτασσε στην κοινωνία των αγίων, των υιοθετημένων, διά του
Χριστού, τέκνων του Θεού (Γαλ.4,4). Αυτό δεν μπορούσαν να το ανεχθούν τα παράσιτα της αρχαίας θρησκείας και γι’ αυτό καλλιεργούσαν στις αμαθείς και δεισιδαίμονες μάζες των παγανιστών θεριεμένο μίσος κατά των Χριστιανών, εξωθώντας τους σε πράξεις βίας, διωγμών και θανατώσεων. Παράλληλα επιστράτευαν τους λόγιους παγανιστές να συντάσσουν και να διαδίδουν συκοφαντίες και λοιδορίες κατά της χριστιανικής πίστεως.
Επίσης υπήρχαν και οι διάσπαρτοι στην Ελλάδα και την Φθιώτιδα Ιουδαίοι, οι οποίοι μισούσαν και αυτοί με την ίδια σφοδρότητα την Εκκλησία του Χριστού, και προσπαθούσαν να την καταστρέψουν. Δεν αποδέχτηκαν το Χριστό ως τον αναμενόμενο Μεσσία, διότι δεν εκπλήρωνε τις δικές τους εθνικιστικές προσδοκίες. Δεν είναι τυχαίο πως οι πρώτοι διωγμοί εναντίον της έγινα από τους Ιουδαίους και περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στο Βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων.
Η Εκκλησιαστική Ιστορία μας βεβαιώνει πως οι δύο αυτοί προαιώνιοι εχθροί της Εκκλησίας, παρά τις χαώδεις διαφορές μεταξύ τους, συνασπίζονται και συνεργάζονται, όταν πρόκειται να πολεμήσουν την Εκκλησία του Χριστού.
Αυτό έγινε και στην περίπτωση του αγίου αποστόλου Ηρωδίωνα. Συνελήφθη από Ιουδαίους και ειδωλολάτρες, «ἐδάρη δυνατά, ἄλλων μέν δερόντων αὐτόν, ἄλλων δέ συντριβόντων τό σῶμα του διά λίθων καί ἄλλων κτυπόντων αὐτόν εἰς τήν κεφαλήν˙ τελευταῖον δέ κατέσφαξαν αὐτόν οἱ θηριόγνωμοι καί οὕτω ἐτελειώθη».
Το ένδοξο μαρτυρικό του τέλος τον στεφάνωσε με το μαρτύριο του αίματός του. Και το δικό του τίμιο αίμα έβαψε τον «πορφυρό χιτώνα της Εκκλησίας» και τον ενέταξε στην ξεχωριστή χορεία των αγίων Μαρτύρων.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 28 Μαρτίου, στις 8 Απριλίου (μετά τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Ἀγάβου, Ρούφου, Ἀσυγκρίτου, Φλέγοντος καί Ἑρμοῦ), στις 10 Νοεμβρίου και στις 4 Ιανουαρίου (στη Σύναξη των Αγίων Εβδομήκοντα Αποστόλων).
Θεωρείται ο ιδρυτής της τοπικής Εκκλησίας της Φθιώτιδος, η οποία πανηγυρίζει λαμπρά και τον τιμά στις ως άνω ημέρες των εορτών του.